Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019


Η ΣΚΑΛΑ
Ανέβηκε μετά δυσκολίας την πέ­τρινη σκάλα. Ήταν στριφογυριστή κι αυτή η ανά­βαση της απόψε, ένιωσε να τον κου­ράζει υπερβολικά.



Όταν έφτασε έξω από το διαμέρι­σμά του, στάθηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα, πριν βγάλει το κλειδί από την τσέπη του παλτού του. Αυτή τη σκάλα, χρόνια τώρα, την ανεβο­κατέβαινε χωρίς να νιώσει αυτήν την ταραχή και την αδυ­ναμία που ένιωθε απόψε.
Πριν μία ώρα έτρωγε το βραδινό του μαζί με τον παιδικό του φίλο Μάξιμο, μια συ­νήθεια που τον τελευταίο καιρό, συ­χνά-πυκνά επαναλαμβανότανε. Είχαν ένα μόνιμο μαγαζί που πήγαιναν για φαγητό και σχεδόν πάντα, το φαγητό που παράγ­γελνε ήταν τυπικά το ί­διο.
Η όμορφη σερβιτόρα, τον γνώριζε πια με το μικρό του όνομα, και του χαμογε­λούσε πλατιά, κυρίως, τη στιγμή που της έδινε ένα διόλου ευκαταφρόνητο φιλοδώ­ρημα.
W
Αφού πήρε μερικές αναπνοές, ξε­κλεί­δωσε την εξώπορτα του διαμερίσματος, και χωρίς καν ακόμα να α­νάψει το φως, προχώ­ρησε στον διάδρομο που έ­βγαζε στο σαλόνι. Εκεί, πάτησε το μι­κρό κουμπί από το απλικέ πορτατίφ στον τοίχο, και χωρίς καν να βγάλει το επανω­φόρι του, σωριάστηκε κυριολεκτικά στην πολυθρόνα πλάι στο τζάκι. Ένιωθε υπερ­βολικά κουρασμένος απόψε χωρίς να γνωρίζει πού οφειλότανε αυτή η κούρασή του.
Με αργές κινήσεις, ξανασηκώθηκε, έ­βγαλε το παλτό του και προσπάθησε να ανάψει το τζάκι. Το σπίτι τού φάνηκε υ­περβο­λικά κρύο και η μόνη του επιθυμία αυτήν τη στιγμή, ήταν να ζεσταθεί.
Όταν τέλειωσε με το τζάκι, προχώ­ρησε στο ξύλινο τραπεζάκι που φιλοξε-νούσε τα ποτά, και ανοίγοντας το μπουκάλι με το κόκ­κινο κρασί, έβαλε μερι­κές σταγόνες στο ποτήρι που βρήκε εκεί. Το κρασί, σίγουρα θα τον ζέσταινε ενώ πα­ράλ­ληλα, θα του δημιουργούσε ίσως ένα αίσθημα ευφορίας. Πιο πριν στο ρεστοράν που γευ­μά­τισε, ήπιε επίσης ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, που ταίριαζε απόλυτα με το πιάτο που είχε παραγγείλει, μοσχαράκι μπουργκινιόν, αλλά δεν ένιωσε όπως άλ­λες φορές να του φτιάχνει τη διάθεση.
Ίσως λοιπόν τώρα, μερικές ρου­φηξιές να συμπλήρωναν την ευφορία του και να έκα­ναν το θαύμα τους.
            Με ανακούφιση περισσή και με το πο­τήρι στο χέρι, σωριάστηκε στη δερμά­τινη πολυθρόνα. Η ζωή του τα είχε φέρει καλά όλα ή σχεδόν όλα. Είχε καταφέρει να φτάσει ψηλά στην εργασία του να δη­μιουργήσει κάποια πε­ριουσία να έχει μια καλή σύνταξη τώρα στα γεράματά του. Το μόνο που δεν κατάφερε να δημιουργήσει ήταν οικογένεια κι αυτό, ήταν το α­γκάθι το με­γάλο της ζωής του και τώρα στα 72 του χρόνια, ή σκέψη αυτή τον βάραινε και τον τυραννούσε πολλές φορές.
Mariana at the window, 1865 - 1867 - Arthur Hughes
Arthur Hughes
1865 - 1867
            Η ματιά του, κάνοντας αυτές τις σκέ­ψεις, έπεσε στη μικρό γυάλινη κορνίζα με τη φωτογραφία της Έλενας, πού με ευ­λάβεια, την είχε ακουμπήσει πάνω στο τζάκι και δεν επέτρεπε σε κανέναν να την αγγίξει.
Η σκέψη του, περιπλανήθηκε σ’ ε­κείνη. Θυμήθηκε εκείνο το μακρινό καλοκαίρι, που είχαν γίνει αχώριστοι και που ο έρω­τάς τούς είχε πληγώσει βαθιά την ψυχή.
            Ήταν φοιτητής τότε, και η Έλενα συμ­φοιτήτριά του σε άλλο τμήμα της σχο­λής. Γνωρίστηκαν στη βιβλιοθήκη, όταν ψάχνο­ντας για θέση, πήγε και κάθισε στο ίδιο τραπέζι μαζί της.  Η συμπάθεια στην αρχή της γνωριμίας τους και κατόπιν η έλξη που ένιωσε ο ένας για τον άλλο, τους έφεραν κοντά.
Ο έρωτας που τους ένωσε, κράτησε γύρω στα πέντε ολόκληρα χρόνια. Τέλειωσαν τη σχολή, ο Αντύπας στρατό, τακτοποιήθη­καν σε καλές δουλειές, εκείνος στην τράπεζα και η Έλενα στο δικηγορικό γρα­φείο του πατέρα της.
Τότε ήταν που αποφάσισαν να συγκατοικήσουν και να παντρευτούν λίγο αργότερα. Οι γονείς του, όπως και οι δικοί της γονείς, δεν έφεραν α­ντιρρήσεις γι’ αυτήν τη συμβίωση. Μετά τόσα χρόνια σχέσης, ή­ταν φυσικό και ανα­με­νόμενο πως θα συμβεί αυτό.
W
Η καθημερινότητά τους, κυλούσε ό­μορφα κάνοντας σχέδια για το μέλλον.
Αυτό, μέχρι που η Έλενα έμεινε έγκυος. Σκέ­φτηκαν τότε να επισπεύσουν τον γάμο τους, πριν προχωρήσει η εγκυμοσύνη πε­ρισσότερο.
Οι επιπλοκές όμως στην εγκυμοσύνη, άρ­χισαν πολύ νωρίς για την Έλενα. Σε επισκέψεις στον γιατρό που την παρακο­λουθούσε, η κατά­στασή της, κρίθηκε δύσκολη κι έτσι αποφασίστηκε μετ’ επιτα­κτικότητας από τη μεριά του γιατρού, η απομάκρυνση της από το γραφείο και η ο­ποιαδήποτε ενασχόλησή της ακόμα και με τα καθημερινά.
            -Δεν θα κάνεις το παραμικρό, θα μέ­νεις όλη μέρα στο κρεβάτι και για όλα θα φροντί­ζουμε εμείς, εννοώντας τον εαυτό του, τους γονείς της, κυρίως την μητέρα της αλλά και την κυρία Αντιγόνη, που την έφερε να μένει συνέχεια στο σπίτι να φρο­ντίζει για την καθα­ριότητα, τα ψώνια και το μαγείρεμα.
             Η Έλενα γκρίνιαζε συνεχώς, και είχε παραμελήσει τελείως τον εαυτό της.
Εκείνον όμως, καθόλου δεν τον ενοχλούσε η τωρινή της εικόνα, μόνο που περίμενε πως και πως, τον ερχομό του μωρού τους και την Έλενα να νιώσει πάλι δυνατή και ανεξάρτητη. Φυσικά, με όλη αυτήν την κατάσταση που επικρα­τούσε, ούτε λόγος πια για γάμο. Τον μετέθεσαν για αργότερα, μετά τη γέννα.
W
            Το τηλεφώνημα ήρθε την ώρα που ή­ταν στη δουλειά του. Ο πεθερός του τον ενημέρωσε με ταραχή παραπανίσια, πως εί­χαν μεταφέρει την Έλενα στο νοσοκο­μείο. Βρήκε μια στιγμή που έμεινε μόνη στο σπίτι και βγήκε να περπατήσει λίγο.
Πόση ώρα κρά­τησε ο περίπατός της άγνω­στο, α­φού η κυρία που φρόντιζε το σπίτι είχε πάρει άδεια για λίγο να πάει ως την α­δελφή της που ήταν άρ­ρωστη κι έτσι η Έλενα, είχε βρει την ευκαιρία να το «σκά­σει»...
            Η επιστροφή της στο σπίτι, της φά­νηκε ανυπόφορη, ίσως βέβαια να κουράστηκε από τον περίπατο που έκανε μιας και είχε ξεμάθει τόσους μήνες τώρα, που είχε αναγκασθεί να παραμένει στο σπίτι, λόγω της κατάστασής της.
            Άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, την  ί­δια στριφογυριστή μαρμάρινη σκάλα, που πριν κάποια ώρα είχε ανέβει απόψε κι εκεί­νος. Έκανε μια στάση στον πρώτο όροφο να πάρει μιαν ανάσα, αλλά, ένιωσε τον κό­σμο να γυρίζει γύρω της.
Ξανάρχισε να ανεβαίνει προς τον δεύτερο ό­ροφο που ήταν το διαμέρισμά τους, κι ε­κεί, χάνοντας την ισορροπία της, μετά από μια δυ­νατή σκοτοδίνη που ένιωσε, σωριά­στηκε κάτω. Την βρήκαν πεσμένη οι ένοι-κοι του τρί­του ορόφου και συγκεκριμένα, ο μικρός τους γιος, που ανεβοκατέβαινε τη σκάλα πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά. Αμέ­σως ειδοποιήθηκε το ασθε­νοφόρο και οι γονείς της, που έμεναν τρία στενά πιο κάτω στην ίδια γειτονιά.
            Η κατάσταση της κρίθηκε πολύ επι­κίν­δυνη για τις επόμενες μέρες. Για το μωρό βέβαια ούτε λόγος, στάθηκε αδύνα­τον να το σώσουν, έτσι, εκείνο που τους απασχολούσε τώρα, ήταν η Έλενα και το πως θα καταφέρει να γίνει καλά, μιας και η συνεχιζόμενη αιμορ­ραγία την είχε εξα­ντλήσει τελείως. Στην κλινική, έκαναν ότι μπορούσαν καλύτερο, αλλά βελτίωση προς το παρόν δεν υπήρχε. Ο Αντύπας, πήρε άδεια από την τράπεζα και ξη­μερο­βραδιαζότανε πλάι της. Το ίδιο και οι γονείς της, που κρατούσαν βάρδιες για να εί­ναι κοντά της.
Η Έλενα, όμως, από την ώρα που συνήλθε από τη νάρκωση, παρέμενε σιω­πηλή και κουνούσε μόνο το κεφάλι της σε ερωτή­σεις των γιατρών και των δικών της. Η απελπισία, είχε αρχίσει να διαφαίνε­ται στο πρόσωπό της, ενώ τα δυο πράσινα μά­τια της, είχαν γίνει θολά και α­δρανή, σαν ένα κομμάτι πράσινης λάσπης να τα είχε περιλούσει. Έμοιαζε σα να κοιτούσε κα­τευθείαν στο κενό…
            Εκείνο το βράδυ, καθισμένος στην κα­ρέκλα πλάι στο κρεβάτι της, εκείνη, ά­πλωσε το χέρι της και άγγιξε το δικό του. Τον κοί­ταξε κι εκεί­νος διέκρινε στο βλέμμα της μια ηρεμία παράξενη. Βεβιασμένα, ένα χα­μόγελο χαρά­κτηκε στα χείλη της και ή­ταν η πρώτη φορά, που χαμογελούσε από τότε, από το συμβάν αυτό, που στοίχησε τη ζωή στο αγέννητο παιδί τους.
Της έσφιξε το χέρι με αγάπη και της ψι­θύρισε τρυφερά σκύβοντας κοντά στο πρόσωπό της και δίνοντάς της ένα τρυ­φερό φιλί στο μάγουλο.
-Αγάπη μου…
Εκείνη, κούνησε τα χείλη της προ­σπα­θώντας να του πει κάτι, αλλά το μόνο που έβγαλε ήταν ένας παράξενος ήχος, έ­τσι του φάνηκε εκείνου, ξανακλείνοντας και πάλι  τα μάτια της.
Ο Αντύπας, δεν κατάλαβε πως ε­κείνη τη στιγμή η Έλενα, τον είχε αφήσει για πάντα.
Σηκώθηκε από την θέση του και παύοντας να κρατά το χέρι της, βγήκε στο σαλόνι της κλινικής,  να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Δεν θα ’χε περάσει μισή ώρα, όταν μια νοσοκόμα έτρεξε προς το μέρος του ταραγ­μένη.
-Ελάτε σας παρακαλώ, υπάρχει πρό­βλημα…
-Τι, τι συμβαίνει; Τη ρώτησε, αλλά η νοσοκόμα, ήδη είχε εξαφανιστεί στον διά­δρομο.
Ο νους του εκείνη τη στιγμή, δεν πήγε στο κακό… Φτάνοντας όμως έξω από την πόρτα του δωματίου, τον περίμενε ο γιατρός υπηρε­σίας, η προϊσταμένη του ο­ρόφου μαζί με τη νοσο­κόμα που τον είχε ειδοποιήσει πριν λίγο.
-Δυστυχώς, δεν τα κατάφερε… ά­κουσε σαν σε όνειρο να του λέει ο γιατρός, γιατί ήδη, βλέποντάς τους εκεί όλους αυ­τούς μαζεμέ­νους, κατάλαβε…
Έτρεξε πανικόβλητος μέσα στο δω­μά­τιο. Είχαν βγάλει τους ορούς και την παροχή αίματος και την ετοίμαζαν για να την πάρουν. Ούρλιαξε και όρμησε κατά πάνω τους, υπο­χρεώνοντάς τους να βγουν από τον θάλαμο. Μετά, την αγκά­λιασε και θρηνώντας γοερά, την αποχαιρέτησε για πάντα.
W
            Αυτά όλα ξαναγύρισαν στο νου του α­πόψε κρατώντας και κοιτώντας τη μικρή γυάλινη κορ­νίζα με τη χαμογελαστή φω­τογραφία της στο χέρι του.
Δεν μπόρεσε ποτέ του να την ξεχάσει, τι κι αν πέρασαν γυναίκες πολλές από τη ζωή του, δεν έμενε μαζί τους πάρα μόνο με­ρικές βρα­διές και τίποτα άλλο. Έτσι, δεν πα­ντρεύτηκε ποτέ του και δεν απέκτησε τη ζωή που είχε φανταστεί πως θα έχει με την Έλενα, μια οικο­γένεια και παιδιά.
W
            Ήπιε μια γουλιά ακόμα από το κρασί του. Η Έλενα, εξακολουθούσε να τον κοιτάζει χαμογελαστή μέσα από την φω­τογραφία της, όταν εκείνος άρχισε να της μιλά και να της πα­ραπονιέται πως βιά­στηκε να τον αφήσει μόνο του. Ξαφνικά, ένιωσε τη φλόγα από το τζάκι να χα­μηλώ­νει και μια δυνατή ψύχρα κυριάρ­χησε στο χώρο ενώ παράλληλα, το φως στην α­πλίκα έγινε πιο λιγοστό. 
Ένα δυνατό άρωμα πλημμύρησε το χώρο, το άρωμά της! Ξαφνιάστηκε, αλλά δεν έ­κανε κάποια κί­νηση να σηκωθεί από την θέση του και αφέθηκε σ’ αυτήν τη μαγεία της στιγμής…
            Έκλεισε τα μάτια του νιώθοντας ένα παράξενο συναίσθημα, μια ηδονή πα­ράξενη, έ­νιωσε να βυθίζεται το σώμα του και να γίνεται ένα με τον μουντό χώρο του σαλονιού. Και τότε, την ένιωσε… Ένα απαλό άγγιγμα στο χέρι του στην αρχή, ένα χάδι στη συνέ­χεια στο πρόσωπό του το γεμάτο ρυτίδες…
            -Έλενα, αγάπη μου, πρόφερε με χα­μηλή φωνή, ανοίγοντας τα μάτια του. Και τότε την είδε. Ολοζώντανη, χαμογελαστή, όπως ή­ταν τότε που την γνώρισε στην βι­βλιοθήκη, με το πράσινο καρό, κοντό φου-στανάκι και το πράσινο μπερέ πάνω στα ξανθά της τα μαλλιά.
            -Έλενα, πως… πως είσαι εδώ, πως…
Μπέρδευε τα λόγια του, νόμιζε προς στιγ­μήν πως έβλεπε όνειρο, αλλά κοίταξε το ζαρωμένο χέρι του που ακουμπισμένο στο μπράτσο της πολυθρόνας κρατούσε α­κόμα τη φωτογραφία της.
            Εκείνη, εξακολουθούσε να στέκεται μπροστά του χαμογελώντας και απλώνο­ντάς του το χέρι της. Ένιωσε το κάλεσμά της έ­ντονο αλλά δεν άκουσε να του μιλάει παρά μόνο να του χαμογελάει. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το δικό της χέρι. Ήταν απαλό, σαν να ακούμπησε μεταξωτό πανί.
            -Έλενα, πάρε με μαζί σου, ψιθύρισε τώρα πιο ήρεμος, από όλα όσα ζούσε.
Η φωτιά στο τζάκι, σα να απάντησε στα λό­για του, στρίγκλισε πάνω στα κού­τσου-ρα και έσβησε εντελώς.
W
            Η κυρία που φρόντιζε το σπίτι τώρα και που πήγαινε κάθε πρωί στις ε­πτά, έμεινε εμβρόντητη, βλέποντας τον κ. Αντύπα, γερμένο πάνω στην πολυθρόνα του, με ένα τεράστιο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη του και την μι­κρή γυάλινη κορ­νίζα με τη φωτογραφία της Έλενας, πεσμένη στο πάτωμα, πλάι στην πολυ­θρόνα με το άψυχο σώμα του Αντύπα, σπασμένη σε χίλια κομμάτια.



Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019


ΑΛΟΠΗ

Της Αρετής Γκιωνάκη
Στην Ελληνική Μυθολογία η Αλόπη, ήταν η κόρη του βασιλιά της Ελευσίνας Κερκύωνα.
Κατά την Ελληνική Μυθολογία, ο Κερκύονας (Κερκύων), ήταν ένας περιβόη­τος ληστής, άδικος και κακός προς τους ξένους, και ήταν γιος του θεού Ποσειδώνα. 
Είχε το λημέρι του στα περί­χωρα της Ελευσίνας, σε μια τοποθεσία που στα χρόνια του Παυσανία την αποκαλούσαν ακόμα «Κερκύονος Παλαίστρα».
Εκεί, σκότωνε τους διαβάτες εξαναγκάζοντάς τους να πα­λέψουν μαζί του και στη συνέχεια πνίγοντάς τους με ένα δυνατό εναγκαλισμό-λαβή.
Ακόμα και ο φιλόσοφος Πλάτωνας, αναφέρει τον Κερκύονα ως με­γάλο παλαιστή.
Ο ήρωας Θησέας, κατά το ταξίδι του προς την Αθήνα, πά­λεψε με τον Κερκύονα και τον θανάτωσε, χτυπώντας το κεφάλι του στη γη.
Σύμφωνα λοιπόν με μία παράδοση, η Αλόπη, έγινε ερω­μένη του παππού της Ποσειδώνα και γέννησε από αυτόν τον Ιπποθόωντα, τον επώνυμο ήρωα της Ιπποθοωντίδος φυλής, που ήταν μία από τις δέκα φυλές της αρχαίας Αττικής. Η Αλόπη, για να τον κρύψει από τον πατέρα της, άφησε έκ­θετο τον Ιπποθό­ωντα μόλις τον γέννησε και έτσι τον βρήκε μία φοράδα, η οποία και τον θήλασε και από εκεί προ­ήλθε και το ό­νομα του ήρωα.
Στη συνέχεια, τον βρήκαν βοσκοί και με τον καιρό α­ποκαλύφθηκε η αλήθεια. Ο πατέρας της, θυμωμένος από το γεγονός, φυλάκισε την Αλόπη και στην συνέχεια την σκό­τωσε τοξεύοντάς την και αφήνοντας εκ νέου, έκθετο το μικρό Ιπποθώο­ντα.
Τον Ιπποθόωντα, τον βρήκαν και πάλι οι βοσκοί.

 Ιπ
Τότε ο Ποσειδώνας, που τα παρακολουθούσε όλα αυτά, μεταμόρφωσε την αγαπημένη του Αλόπη, σε κρήνη στην Ε­λευσίνα, «ήτις Φιλότης ε­καλείτο» και αυτό το βρίσκουμε στο λεξικό του Ησύχιου στο λήμμα «Αλόπη».
Σύμφωνα πάλι με τον Παυσανία, το μνήμα της Αλόπης, βρισκόταν στην οδό που οδηγούσε από την Ελευσίνα προς τα Μέγαρα.
Όσο για τον Ιπποθόωντα, μεγάλος πλέον και γνωρίζοντας την κατα­γωγή του, ζήτησε από τον Θησέα, το βασίλειο του παπ­πού του Κερκύονα.
Ο Θησέας, που γνώριζε πως ο Ιπποθόων ήταν ο γιος του Ποσειδώνα, δέχθηκε, και έτσι, έγινε βασιλιάς στο βασίλειο του παππού του, κα­θώς και ο ίδιος ο Θησέας, κατά μία άποψη καταγόταν από τον θεό της θάλασσας Ποσειδώνα.
Ο Παυσανίας,  μας αναφέρει, πως υπήρχε προς τιμή του Ιππο­θόωντα ιδιαίτερο ηρώο  στο Θριάσιο Πεδίο, το Ιπποθοώντιον: 
«`Εστι δε Ιπποθόωντος ηρώον, αφ' ού την φυλήν ονομάζουσι, και πλησίον Ζάρηκος.»
Από τον μύθο της Αλόπης, εμπνεύσθηκε ο Αθηναίος δραματουρ­γός Χοιρίλος,  ένα ομώνυμο δράμα, αλλά και ο Ευριπίδης, του οποίου όμως η ομώνυμη τραγωδία δεν διασώθηκε.

ΧΟΙΡΙΛΟΣ

Ο Χοιρίλος υπήρξε δραματικός ποιητής.
Υπάρχουν μαρτυρίες ότι έγραψε 160 τραγωδίες και κέρδισε δεκα­τρείς φορές στα Μεγάλα Διονύσια. Δυστυχώς, διασώζεται μόνο ένας τίτλος τραγωδίας του: η «ΑΛΟΠΗ».
Δεν υπάρχει σχέση με τον Χοιρίλο τον Σάμιο και τον Χοιρίλο της Ιασούς.





Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019



ΕΑΛΩ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Πετάχτηκε έντρομη από το κρεβάτι. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το κατακόκκινο πρόσωπό της. Η καρδιά της χτυπούσε ακανόνιστα, δυνατά, λες και ήθελε να βγει από το στήθος της.
Η αδυναμία που ένιωθε σε όλο της το κορμί ήταν αβάσταχτη.
Το κεφάλι της; Α… το κεφάλι της δεν το ένιωθε καθόλου, σαν να υπήρχαν χιλιάδες σφυριά που της χτυπούσαν τα μηνίγγια.
Τι της συνέβαινε; Γιατί κάθε βράδυ ένιωθε ακριβώς το ίδιο;
Σύρθηκε με όση δύναμη της είχε απομείνει ως την κουζίνα κι έβαλε ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Μόλις και μετά βίας κατάφερε να πιει δυο γουλιές. Το υπόλοιπο το έχυσε στο νεροχύτη.
Πάει καιρός τώρα που είχαν αρχίσει αυτά τα περίεργα σημάδια. Καθώς ξεκινούσε το ταξίδι του ύπνου, ξεκινούσε γι’ αυτήν και ο φόβος. Ο ύπνος ερχόταν ταραγμένος να της σφραγίσει τα βλέφαρα και τότε, έβρισκαν την ευκαιρία τα όνειρα να της στήσουν τρελό χορό.
Όνειρα περίεργα, ακαταλαβίστικα, πάντα με πρωταγωνίστρια την ίδια, ντυμένη όλες τις φορές, με τα ίδια ρούχα, ρούχα μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που η ίδια γνώρισε μέσα από ταινίες, μιλώντας μια ξένη γλώσσα, μια γλώσσα που η ίδια δεν γνώριζε, αλλά απ’ ό,τι καταλάβαινε όταν ξυπνούσε, ήταν τα ιταλικά.
Μέχρι αυτό το σημείο τα όνειρα ήταν κάπως υποφερτά. Το τέλος τους όμως ήταν ανυπόφορο, ήταν τραγικό, ήταν ένας συνεχιζόμενος εφιάλτης που κάθε βράδυ την πετούσε έντρομη από το κρεβάτι της.
Έβλεπε τον εαυτό της πάνω σε σωρούς από ξύλα και ξερά χόρτα, δεμένη, να φωνάζει, να χτυπιέται, ενώ κάποιος γεροδεμένος άντρας έβαζε φωτιά να την κάψει. Εκεί το όνειρό της τελείωνε βίαια καθώς εκείνη πεταγόταν πανικόβλητη από το κρεβάτι της, όπως ακριβώς κι απόψε.
Ο ύπνος, η απόλαυση μετά τον κό-πο της ημέρας, έγινε για κείνη ο φόβος.
Προσπάθησε να αδιαφορήσει για τα εφιαλτικά της όνειρα. Έβαζε μουσική χαλα-ρωτική, έπαιρνε ένα βιβλίο αγκαλιά με ευχάριστο περιεχόμενο, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να παρατείνει τις ώρες τις αϋπνίας της. Δυο ή τρεις φορές όλο κι όλο κατάφερε να μείνει τελείως ξύπνια, αλλά την επομένη στη δουλειά εισέπραξε τις παρατηρήσεις από τον προϊστάμενό της. Η αϋπνία λοιπόν, ήταν η χειρότερη λύση στο πρόβλημά της.
Μια συνάδελφος και φίλη της στο γραφείο, πρόσεξε τις αλλαγές επάνω της, είδε τη διάχυτη νευρικότητα που είχε, είδε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και τη ρώτησε στο διάλειμμα τι ακριβώς της συμβαίνει.
Δεν άντεχε άλλωστε να τα κρατάει πια μέσα της. Κάπου έπρεπε να τα πει να ξελαφρώσει. Η Μαρίνα ήταν το αυτί που γύρευε να ψιθυρίσει τον πόνο της. Γι’ αυτό και της τα είπε όλα. Δεν παρέλειψε τίποτα.
Η Μαρίνα, καπνίζοντας, την άκουγε σιωπηλή. Σαν τελείωσε, της πρότεινε να πάνε μαζί σε κάποιον γνωστό της ψυχίατρο.
«Θα σε βοηθήσει, Φλώρα. Δεν πέρασες και λίγα τον τελευταίο καιρό. Το πρό-σφατο διαζύγιό σου, επιπλέον είσαι και στην εμμηνόπαυση, όλα έχουν τον ρόλο τους πάνω στον ψυχισμό σου. Σήμερα το απόγευμα θα σου δώσω το τηλέφωνό του, να κλείσεις ένα ραντεβού».
Το δέχτηκε με συγκατάβαση. Δεν έβλεπε ούτε η ίδια πια άλλη λύση από αυτή.
Ο ψυχίατρος, αφού την εξέτασε με προσοχή, ρωτώντας την για την κατάσταση της ζωής της, έβγαλε το συμπέ-ρασμα πως η κλιμακτήριος έχει επιφέρει αλλαγές στον οργανισμό της, οπότε όλα αυτά τα όνειρα είναι μέρος αυτής της κατάστασης που κανείς δε γνώριζε πόσο ακόμα θα κρατούσε. Της έγραψε και συνταγή με χάπια ηρεμιστικά.
«Αυτά θα σας βοηθήσουν να ξεπεράσετε πιο ανώδυνα την κατάσταση αυτή. Να παίρνετε ένα μισή ώρα πριν τον ύπνο».
Τα χάπια τα πήρε. Για έναν ολόκληρο μήνα. Το μόνο που της προσέφεραν ήταν ένας πιο γρήγορος ύπνος, ένας ύπνος όμως, που δεν ήταν απαλλαγμένος από τα περίεργα βασανιστικά της όνειρα. Αυτά, εκεί, επέμεναν να της καταστρέφουν τις νύχτες και να της κάνουν τις μέρες ανυπόφορες. Το μόνο «κέρδος» της ήταν να ανοί-ξει υπερβολικά η όρεξή της.
Αποφάσισε να τα σταματήσει. Στη Μαρίνα, που τη ρώτησε πώς πάει, της είπε την αλήθεια και πάλι.
«Δεν έχω λύση, Μαρίνα μου, δεν ξέρω τι να κάνω, νομίζω πως δε θα το αντέξω για πολύ αυτό το μαρτύριο».
«Να σου πω, φιλενάδα, μήπως το γεγονός που έχεις να πας με άντρα εδώ και μήνες έχει κάποιο ρόλο για τα όνειρα αυτά; Αν προσπαθούσαμε να το εξηγήσουμε; Να δούμε μήπως θέλουν να σου πουν κάτι που δυσκολεύεσαι να το καταλάβεις;»
«Να βγω στη γύρα για άντρα εξαιτίας των ονείρων μου;»
«Κοίτα, αν αυτό είναι η λύση στο πρόβλημά σου, να βγεις γιατί να μη βγεις;» της απάντησε η Μαρίνα και έσκασαν και οι δύο στα γέλια.
Είχε αρχίσει να φοβάται. Παράξενες σκέψεις έκοβαν βόλτα στο ταραγμένο μυαλό της. Αν τα όνειρα αυτά ήταν ο προπομπός για κάτι κακό που θα της συνέβαινε; Δεν ήξερε πια πώς να το αντιμετωπίσει. Ήταν ένας ύπουλος εχθρός, ένας εχθρός που την χτυπούσε πισώπλατα κάθε νύχτα, καθώς ανήμπορη παραδινόταν στον ύπνο.
Τα πρωινά την έβρισκαν κουρασμένη, ηττημένη από έναν άγνωστο εχθρό, ανήμπορη να σταθεί όρθια, να δουλέψει κανονικά το ωράριό της. Μέσα στον πανικό των ημερών, ζήτησε μια άδεια για ένα μήνα άνευ αποδοχών για λόγους υγείας. Δε μπόρεσαν να της την αρνηθούν.
Χρόνια στη δουλειά, ήταν ο δικός τους άνθρωπος.
«Φρόντισε να ξεκουραστείς και να μας έρθεις πίσω εντελώς καλά» της είπε ο προϊστάμενος και της χαμογέλασε με ενδιαφέρον.
 c
Ένα πρωινό, ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβάτι της, φοβερά εξαντλημένη από τη νύχτα που είχε ήδη περάσει, ξεφύλλιζε ένα περιοδικό. Σε μια σελίδα του είδε μια καταχώριση. Ένας ερευνητής-ψυχολόγος από τους πιο γνωστούς, διαφήμιζε πως εξηγεί τα όνειρα και πως κάνει αναδρομές σε προηγούμενες ζωές.
Το κοίταξε, το ξανακοίταξε, δεν πολυπίστευε σε τέτοια, αλλά πάλι, ίσως να ήταν μια λύση στο πρόβλημά της.
«Να μπορεί άραγε να με βοηθήσει; Θα τον πάρω στο τηλέφωνο. Πρέπει να δοκιμάσω, τι έχω να χάσω;»
Κατά τις δέκα το ίδιο πρωί του τηλεφώνησε κανονίζοντας το ραντεβού για το ίδιο απόγευμα. Τηλεφώνησε και στη Μαρίνα ζητώντας της αν θέλει, μόλις σχολάσει, να έρθει κατ’ ευθείαν στο σπίτι της να πάνε παρέα στον ερευνητή.
«Δεν έχω ξαναπάει, Μαρίνα μου, σε τέτοιους ερευνητές, φοβάμαι για το τι θ’ ακούσω. Αν και, μεταξύ μας, αυτά δεν τα πολυπιστεύω».
«Θα έρθω μαζί σου, τι φοβάσαι, βρε κουτό, το πολύ-πολύ να τον πληρώσεις χωρίς λόγο».
Το ίδιο απόγευμα και με πολλούς δισταγμούς από τη μεριά της, χτυπούσαν το κουδούνι μιας παλιάς πολυκατοικίας, όπου βρισκόταν το γραφείο του.
Την πόρτα τους άνοιξε μια ηλικιωμένη γυναίκα γύρω στα εβδομήντα. Τις παρακάλεσε να καθίσουν στο μικρό σαλονάκι στον προθάλαμο γιατί ο ερευνητής είχε κι άλλον πελάτη μέσα.
Το δωμάτιο ήταν σχεδόν σκοτεινό. Ένα μικρό φθαρμένο δερμάτινο σαλόνι έπιανε τον περισσότερο χώρο.
Οι πολυθρόνες από την πολλή χρήση είχαν βουλιάξει.
Οι τοίχοι, βαμμένοι με ένα απαλό πορτοκαλί χρώμα είχαν χάσει από καιρό τη φρεσκάδα τους. Δυο κάδρα με φιγούρες άυλες σαν τους αγγέλους, ήταν κρεμασμένα στον ίδιο τοίχο. Μια μπρούτζινη παλιά λάμπα, σκόρπιζε ένα αναιμικό φως, ανίκανο να φωτίσει καλά τον χώρο.
Κάθισαν, κι εκείνη άρχισε να νιώθει άβολα. Ο φόβος για το τι θα μάθει, είχε ήδη αρχίσει να τη βασανίζει.
Η Μαρίνα κατάλαβε την έντασή της και της πρότεινε να ηρεμήσει. Άναψε ένα τσιγάρο και προσπάθησε να βολευτεί όσο καλύτερα μπορούσε στο βουλιαγμένο κά-
θισμά της. Ευτυχώς, η αναμονή δεν κράτησε παραπάνω από δέκα λεπτά.
Η μεσόπορτα που χώριζε το γραφείο από το σαλόνι άνοιξε και βγήκε από μέσα ο προηγούμενος πελάτης, ένας άντρας.
Η ηλικιωμένη γυναίκα, που όλη αυτή την
ώρα καθόταν παράμερα σε μια καρέκλα πίνοντας από ένα φλιτζάνι κάτι, καφέ μάλλον, σηκώθηκε να τον ξεπροβοδίσει, κάτι του ψιθύρισε και ανοίγοντάς του την
πόρτα, τον οδήγησε στην έξοδο. Κατόπιν στράφηκε σε κείνες, λέγοντάς τους να περάσουν μέσα.
Έσβησε το τσιγάρο που δεν είχε προλάβει να καπνίσει και σηκώθηκε με έκδηλη την ταραχή στο πρόσωπό της.
Της ήρθε η επιθυμία να το βάλει στα πόδια αλλά δεν το έκανε.
Προχώρησε με τη Μαρίνα και μπήκαν μέσα στο γραφείο.
Ο άντρας που ήταν εκεί και τις περίμενε ήταν ένας άντρας χαμογελαστός, γύρω στα πενήντα, με λίγο γκριζαρισμένο μούσι. Τίποτα επάνω του δεν τον έκανε να
μοιάζει με ερευνητή-ψυχολόγο. Αυτό, της έδωσε περισσότερο θάρρος.
Μετά τις πρώτες συστάσεις, ο ερευνητής τη ρώτησε για το πρόβλημα που την έφερε ώς το γραφείο του. Εκείνη με τρεμάμενη φωνή στην αρχή, με περισσότερο θάρρος στη συνέχεια, άρχισε να του εξιστορεί την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί τελευταία στη ζωή της.
Του μίλησε για τον ψυχίατρο, για τα χάπια που πήρε χωρίς αποτέλεσμα, για τις φοβίες της, του τα είπε όλα.
Ο ερευνητής, με χαμηλή και ήρεμη φωνή, της είπε πως αυτό το όνειρο είναι, το πιο πιθανό, κατάλοιπο από μια προηγούμενή της ζωή.
«Δεν τα πιστεύω αυτά» του είπε με φωνή όλο ένταση.
«Ναι, καταλαβαίνω, αλλά πώς να βοηθήσω χωρίς μια υποψία εμπιστοσύνης σε αυτό που μπορώ να κάνω, από τη μεριά σας;» της είπε, εξακολουθώντας η φωνή του να είναι ήρεμη και χαμηλή.
«Πρέπει να προχωρήσουμε στον υπνωτισμό που σας είπα και το πρωί. Να δούμε την αιτία των ονείρων σας, να δούμε τη λύση του προβλήματός σας».
«Φοβάμαι… Αν πάθω κάτι κατά τη διάρκειά του;»
«Όχι, μη φοβάστε, δε θα συμβεί κάτι κακό, άλλωστε βαθιά χαλάρωση θα είναι, τίποτα παραπάνω. Έπειτα, θα είναι μαζί σας και η κυρία από δω, δε θα είστε μόνη. Μη φοβάστε λοιπόν. Θα ξαπλώσετε στην πολυθρόνα αυτή» της είπε, υποδεικνύοντας τη μεγάλη πολυθρόνα που είχε απέναντι από το γραφείο του.
Εκείνη υπάκουσε και ξάπλωσε στη μεγάλη δερμάτινη σκαλιστή πολυθρόνα.
«Φοβάμαι…» ψέλλισε πάλι, αλλά ούτε η ίδια δεν άκουσε τα λόγια της.
«Θα μου επιτρέψεις να σου μιλάω στον ενικό» της, είπε ο ερευνητής.
Εκείνη, κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της.
«Θα προσπαθήσω να σε επαναφέρω στο παρελθόν σου, θα προσπαθήσω να βρω την αιτία των ονείρων σου, όταν όμως σου πω ένα, δύο, τρία, ξύπνα, εσύ μαλακά και ήρεμα σα να μη συνέβη τίποτα, θα επανέλθεις».
Λέγοντάς της αυτά τα λόγια, ο ερευνητής την κοίταξε βαθιά στα μάτια λέγοντάς της συγχρόνως:
«Κοιμήσου, κοιμήσου, νυστάζεις πολύ. Είσαι απόλυτα ήρεμη και θέλεις να κοιμηθείς».
Τα βλέφαρά της απότομα βάρυναν, ένιωσε να βουλιάζει το κορμί της όλο στη δερμάτινη πολυθρόνα, να γίνεται ένα με αυτήν, ένιωσε να γίνεται αέρινη, σα να
μην είχε χέρια, πόδια, κεφάλι, σα να μην είχε τίποτα…
Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βρέθηκε να είναι εντελώς χαλαρωμένη και απόλυτα ήρεμη. Αυτό κράτησε για λίγο.
Αμέσως μετά, ο ερευνητής άρχισε να τη ρωτάει τι αισθάνεται και πού βρίσκεται.
Η Φλώρα άρχισε να ταράζεται, να κινεί το κορμί της δεξιά κι αριστερά ανήσυχα.
Η Μαρίνα, που όλη αυτή την ώρα έμενε σιωπηλή, φοβήθηκε κι έκανε να σηκωθεί να πάει προς το μέρος της, όμως ο
ερευνητής την εμπόδισε, λέγοντάς της πως η οποιαδήποτε άσκοπη κίνηση μπορούσε να αποβεί «μοιραία» για τις προσπάθειές τους.
Οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα της ήταν ακατάληπτες ή τουλάχιστον έτσι φάνηκαν στην αρχή.
Μιλούσε μια ξένη γλώσσα, μιλούσε ιταλικά.
Ο ερευνητής συνέχιζε να τη ρωτάει τι της συμβαίνει, πού βρίσκεται στα ιταλικά. Η προφορά της ήταν βαριά αλλά το καλό ήταν πως ο ερευνητής γνώριζε αυτή τη γλώσσα.
Οι απαντήσεις της ήταν κοφτές, γρήγορες, έδειχνε να έχει πρόβλημα πραγματικό. Σε κάποια στιγμή εντελώς ξαφνικά, άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπάει με δύναμη τα πόδια της πάνω στην πολυθρόνα. Δευτερόλεπτα μετά, έβαλε τα κλάματα. Ο ερευνητής θεώρησε πως έπρεπε να την επαναφέρει στην πραγμα-τικότητα.
«Ένα, δύο, τρία, τώρα θα ξυπνήσεις σιγά-σιγά, μαλακά. Έλα…».
Τα λόγια του ερευνητή, λες και την έβγαλαν από ένα βαθύ και ταραγμένο ύπνο. Το όνειρό της το είχε ξαναζήσει, κι αυτή τη φορά με την παρουσία των άλλων.
Άνοιξε τα μάτια κοίταξε γύρω της, είδε τη φίλη της να της χαμογελάει και τον ερευνητή να σκύβει με ενδιαφέρον επάνω της.
«Τι έγινε; Πώς τα πήγα;»
«Εσύ θα μας πεις. Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε ο ερευνητής.
«Κουρασμένη νιώθω, πολύ κουρασμένη. Αλλά πέστε μου, σας παρακαλώ, τι μου συνέβη, θέλω να μάθω, πρέπει να μάθω».
«Σιγά, σιγά, θα σου πω. Όλα θα σας τα πω και κοίταξε τη Μαρίνα, που έκπληκτη όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε τα δρώμενα».
«Αλλά πρώτα απ’ όλα θα σας προσφέρω από ένα φλιτζάνι καφέ» και λέγοντας αυτά, κάλεσε την ηλικιωμένη και της ζήτησε να φέρει καφέ για τις δυο γυναίκες.
Σε λίγο, η πόρτα άνοιξε και η ηλικιωμένη γυναίκα έφερε ένα δίσκο με τρεις καφέδες. Χωρίς να πει την παραμικρή λέξη άφησε το δίσκο πάνω στο τραπεζάκι και σερβίρισε τις δυο κυρίες.
Ο ερευνητής, κατόπιν, της ζήτησε να τους αφήσει μόνους και να μην τους ενοχλήσει κανείς ούτε και στο τηλέφωνο, γιατί είχε μια πολύ σοβαρή συζήτηση με τις κυρίες.
Σαν έκλεισε η πόρτα στο γραφείο, γύρισε και κοίταξε τις δυο γυναίκες με πολλή σοβαρότητα.
«Θα μας πείτε τι συμβαίνει;» ρώτησε αυτή τη φορά η Μαρίνα με φανερή ανυπομονησία στη φωνή.
Ο ερευνητής, λες και ήθελε να παρατείνει την αγωνία τους, χαμογέλασε στις δυο γυναίκες λέγοντάς τους:
«Θα σας εξηγήσω, μην αγωνιάτε».
Τα λεπτά άρχισαν να μοιάζουν ώρες στα μάτια τους.
Η Φλώρα, φανερά εκνευρισμένη από την αναμονή των στιγμών, σηκώθηκε απότομα από την πολυθρόνα και πήγε ώς το παράθυρο. Ο ερευνητής την πλησίασε και, αφού την άγγιξε ελαφρά στον ώμο, της έκανε νεύμα να καθίσει. Εκείνη, υπάκουσε και κάθισε ξανά.
«Δεν αντέχω άλλο να περιμένω. Σας παρακαλώ, πείτε μου τι μου συμβαίνει».
Ο ερευνητής χαμογέλασε και αμέσως μετά φάνηκε ιδιαίτερα σοβαρός.
«Κατ’ αρχάς πες μου, είχες ποτέ κάποιες ενδείξεις πως μπορείς να μαντεύσεις πράγματα μέσα στην καθημερινότητά σου για σένα ή τους άλλους γύρω σου;»
«Να μαντεύω;» η φωνή της ακούστηκε παραξενεμένη. «Δεν έδωσα ποτέ σημασία, δεν το πρόσεξα αυτό ουδέποτε.
Βέβαια, τώρα που το σκέπτομαι, υπήρξαν
κάποια γεγονότα που έμοιαζαν σαν να τα είχα προαισθανθεί. Αλλά και πάλι δεν έδωσα σημασία, τα θεώρησα, ώς ένα ση-μείο, αναμενόμενα».
«Μπορείς να μου αναφέρεις κάποια απ’ αυτά;» επέμεινε ο ερευνητής.
«Να, ο χωρισμός από τον άντρα μου, ο θάνατος του πατέρα μου, αλλά και μερικά πιο ασήμαντα, όπως να σκεφτώ κάποιον και αμέσως μετά να χτυπήσει το τηλέφωνο και να είναι στην άλλη γραμμή. Αλλά γιατί; Τι σχέση μπορούν να έχουν όλα αυτά με τα όνειρά μου;»
Ο ερευνητής την κοίταξε προσεκτικά και χωρίς να απαντήσει στην προηγούμενή της ερώτηση, της είπε:
«Έχεις πάει στην Ιταλία ποτέ; Γνωρίζεις τη γλώσσα έστω;»
«Στην Ιταλία; Τι μου λέτε τώρα; Ούτε την Ελλάδα δε γνωρίζω καλά-καλά. Όσο για τη γλώσσα, η αλήθεια είναι πως μ’ αρέσει πολύ, αλλά δυστυχώς δεν γνωρίζω ούτε λέξη της».
«Τότε θα ασχολείσαι με τη μεταφυσική, θα διαβάζεις ίσως βιβλία μεταφυσικής».
«Αστεία μού λέτε τώρα; Η δουλειά, τα προβλήματα, πού ο χρόνος! Αφήστε που δεν τα πολυπιστεύω αυτά».
«Μα, Φλώρα, σε άκουσα καθαρά να μιλάς ιταλικά πριν λίγο» της είπε κατάπληκτη η Μαρίνα.
Το πρόσωπο της Φλώρας έγινε όλο μια μάσκα απορίας και έκπληξης μαζί.
«Μια στιγμή, τι μου λέτε τώρα; Εγώ πριν λίγο μιλούσα ιταλικά; Είμαι που είμαι ένα βήμα πριν την τρέλα, πάτε να με αποτελειώσετε σήμερα;»
Ο ερευνητής θεώρησε σωστό να επέμβει σ’ αυτή τη συζήτηση μεταξύ των δύο γυναικών.
«Ηρέμησε, κυρία μου, ηρέμησε. Γι’ αυτό είστε σήμερα εδώ, να σου εξηγήσω κάποια πράγματα. Λοιπόν, άκουσε πώς έχουν τα πράγματα. Σε κάποια προηγούμε-
νη ζωή σου, το όνομα που είχες ήταν Φερμίνα Παουλίνι.
Ζούσες στη Φλωρεντία, τον δέκατο πέμπτο αιώνα και ο πατέρας σου, ήταν ο δούκας Τζιάκομο Παουλίνι της Φλωρεντίας. Ήσουν το μοναδικό του παιδί, το οποίο και υπεραγαπούσε».
Η Φλώρα, κάτι προσπάθησε να πει αλλά ο ερευνητής δεν της άφησε το περιθώριο.
«Μη με διακόπτεις, σε παρακαλώ! Λοιπόν συνεχίζω… Ο πατέρας σου ήταν δυστυχώς πολύ σκληρός με τους υποτακτι-κούς του και έβαζε υπέρογκους φόρους στους ντόπιους. Όμως ο πατέρας σου, ήταν και μάγος.
Είχε διδαχθεί τη μαγεία από τη μητέρα του, τη γιαγιά σου τη Φερμίνα-Αγγέλικα. Με τη σειρά του, σου δίδαξε όλα τα μυστικά που ο ίδιος κατείχε, άλλωστε δεν κουράστηκε καθόλου σ’ αυτό, είχες το χάρισμα, κοινό χαρακτηριστικό της οικογένειάς σας. Στις κουβέντες σου προηγουμένως, μιλούσες για τη γιαγιά σου τη Φερμίνα-Αγγέλικα με περισσή αγάπη, λέγοντας πως ήταν μια από τις μεγαλύτερες μάγισσες της εποχής της.
»Ο πατέρας σου, λοιπόν, ήταν πολύ σκληρός άνθρωπος με τον κόσμο, εξασκούσε παράλληλα και τη μαγεία, έτσι ο κόσμος ξεσηκώθηκε εναντίον της οικογένειάς σας. Κάποια στιγμή, κατάφεραν να εισβάλουν στον πύργο σας αφού εξουδετέρωσαν τη φρουρά, βασάνισαν και σκότωσαν τον πατέρα σου. Για τη μητέρα σου δε μου είπες κάτι, οπότε δεν γνωρίζω να σου πω για εκείνη. Εσένα, σε μετέφεραν έξω να σε κάψουν ζωντανή. Προηγουμένως, μου εξιστόρησες τα γεγονότα λεπτό το λεπτό.
»Ακριβώς την ώρα που ετοιμάζονταν να σε κάψουν στην πυρά, εκείνη τη στιγμή εσύ ούρλιαζες και αντιστεκόσουν χτυπώντας τα πόδια σου με δύναμη. Εγώ φοβήθηκα και αναγκάστηκα να σε επαναφέρω. Το πρόβλημά σου είναι πως η ψυχή σου δεν έχει ακόμα εξοικειωθεί με τη στιγμή του θανάτου και με τη μετάβασή της σε μια άλλη κατάσταση. Είναι αυτή η υπέρβαση που δυστυχώς κανείς μας δε μπορεί να την κατανοήσει όσο ζει».
«Δηλαδή, για να καταλάβω, μου λέτε πως τα όνειρα που με βασανίζουν εδώ και καιρό είναι απεικονίσεις μιας προηγούμενης ζωής μου;
Μου φαίνεται περίεργο εντελώς και αδυνατώ να το πιστέψω. Μαρίνα, εσύ τι λες για όλα αυτά;» ρώτησε τη φίλη της.
«Εγώ, Φλώρα μου, πιστεύω τα ίδια μου τα αυτιά. Πριν λίγο, αυτά τα αυτιά σε άκουσαν να μιλάς ιταλικά. Αφού δεν τα γνωρίζεις, πώς τα μιλούσες; Εξάλλου έχω ακούσει πως μέσα από τον υπνωτισμό μπορείς να βιώσεις τις προηγούμενες ζωές σου».
Η Φλώρα γύρισε προς τον ερευνητή και τον ρώτησε:
«Δηλαδή πόσες ζωές μπορώ να έχω ζήσει;».
«Αυτό δε μπορώ να στο απαντήσω τώρα. Συνήθως με τον υπνωτισμό έρχεται στην επιφάνεια η ζωή εκείνη που ο θάνατός της ήταν ο πιο βίαιος».
«Ναι, αλλά γιατί κάθε βράδυ βασανίζομαι από το ίδιο όνειρο;»
«Είναι απλό. Όπως σου προείπα, θα πρέπει με υπνωτισμό να βιώσεις ξανά τη στιγμή του θανάτου σου. Μόνον έτσι η ψυχή θα πάψει να φοβάται και γαληνεύοντας θα ταξιδέψει ήσυχη πια, στο πέλαγος των εμπειριών τής τωρινής σου ζωής. Όμως ο υπνωτισμός, δεν μπορεί να γίνει σήμερα. Εάν με εμπιστεύεσαι και είσαι αποφασισμένη να ελευθερωθείς από τα δεσμά σου, θα πρέπει να βιώσεις ξανά τη δοκιμασία του υπνωτισμού.
Πρέπει να καταφέρουμε να φτάσουμε ακριβώς στη στιγμή του θανάτου σου, κι αυτό εξαρτάται μόνο από σένα. Από τις δικές σου αντιδράσεις στη διάρκεια του υπνωτισμού».
«Και πότε μπορεί να συμβεί αυτό; Να με υπνωτίσετε εννοώ…» ρώτησε αποφασιστικά η Φλώρα.
«Και αύριο, αν θέλεις, μπορούμε να το κάνουμε».
Η Φλώρα κοίταξε τη φίλη της και σαν να ήταν συνεννοημένες από πριν, απάντησαν συγχρόνως.
«Ναι, αύριο είναι ό,τι πρέπει».
Ο ερευνητής τότε της είπε ότι θα έπρεπε να προσπαθήσει να κοιμηθεί όσο μπορεί καλύτερα, να είναι ξεκούραστη για την αυριανή μέρα, που θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη γι’ αυτήν.
Η Φλώρα και η φίλη της σηκώθηκαν. Η Φλώρα έβγαλε χρήματα από την τσάντα της για να πληρώσει, όμως ο ερευνητής αρνήθηκε να τα πάρει λέγοντάς της:
«Αύριο, θα με πληρώσεις αύριο μετά το εγχείρημα».
Το βράδυ εκείνο, η Φλώρα και η φίλη της καθισμένες στο σαλόνι της δεύτερης, προσπαθούσαν να ταξινομήσουν όλα όσα είχαν βιώσει το απόγευμα εκείνο. Όμως η κούραση τις είχε καταβάλει κι έτσι η φίλη της, της πρότεινε να μη μείνει μόνη της αλλά να περάσει τη νύχτα της εκεί. Η Μαρίνα δε θα πήγαινε για δουλειά την επομένη. Η Φλώρα δέχτηκε με φανερή ανακούφιση την πρόσκληση της Μαρίνας, περισσότερο γιατί φοβόταν να μείνει μόνη με το όνειρό της, παρά γιατί βαριόταν να πάει ως το σπίτι της.
Το επόμενο απόγευμα γύρω στις επτά, χτυπούσαν το κουδούνι του ερευνητή. Ήταν και οι δύο φανερά αμήχανες και πολύ φοβισμένες. Όμως ειδικά η Φλώρα δε σκέφτηκε ούτε μια στιγμή να κάνει πίσω. Τώρα έπρεπε να δώσει ένα τέλος στον εφιάλτη της με όποιο τρόπο και με όποιο κόστος το κατάφερνε αυτό.
Ο ερευνητής, τους άνοιξε ο ίδιος αυτή τη φορά την πόρτα.
«Καλησπέρα. Σας περίμενα, περάστε».
Τις οδήγησε στο γραφείο λέγοντας στη Μαρίνα πως ό,τι δει και ακούσει απόψε, να προσπαθήσει να μείνει ψύχραιμη και σιωπηλή.
«Έχει ενδιαφέρον η υπόθεσή σου», είπε στη Φλώρα, «με ενδιαφέρει προσωπικά, άλλωστε δεν είναι και λίγο να υπνω-τίζει κανείς μια συνάδελφο», είπε και χαμογέλασε κοιτώντας ήρεμα τη Φλώρα.
Ο χώρος ήταν απόψε διακριτικά φωτισμένος. Πάνω στο μικρό τραπεζάκι, μπροστά από το γραφείο, υπήρχαν τρία λευκά κεριά αναμμένα. Η ατμόσφαιρα ήταν, θαρρείς, μυστηριακά επιβλητική και η Φλώρα, ένιωσε άθελά της μια ανατριχίλα να της συνταράζει το κορμί. Ο φόβος άρχισε να την κυριεύει, και το δέος που ένιωσε, την έκανε να θέλει να το βάλει στα πόδια. Αλλά ήταν πια πολύ αργά, δεν μπορούσε και δεν ήθελε κατά βάθος να κάνει πίσω.
Η φωνή του ερευνητή, την απέσπασε προς στιγμή από τις σκέψεις της:
«Πρέπει να ξεκινήσουμε» υποδεικνύοντάς της την ίδια δερμάτινη σκαλι-στή πολυθρόνα που είχε καθίσει την προηγούμενη μέρα.
Εκείνη, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, κάθισε, προσπαθώντας έτσι να ηρεμήσει τα θεριά που είχαν ξεσηκωθεί μέσα της.
Ο ερευνητής τής είπε με σοβαρή φωνή:
«Πρέπει να χαλαρώσεις, διαφορετικά δε θα έχουμε αποτέλεσμα.
Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά, και συ θα πάψεις να βασανίζεσαι οριστικά από τον εφιάλτη σου. Λοιπόν είσαι έτοιμη;».
«Ναι, πιο έτοιμη δεν γίνεται…» του απάντησε βάζοντας όση περισσότερη αυτοπεποίθηση μπορούσε στη φωνή της.
Η φίλη της, καθόταν σε μια άλλη βελούδινη πολυθρόνα πιο κει και παρακολουθούσε ό,τι γινόταν με έκδηλη την περιέργεια στο πρόσωπό της.
Ο ερευνητής τής είπε να τον κοιτάξει βαθιά στα μάτια. Η διαδικασία ήταν ίδια με τη χθεσινή. Η Φλώρα μέσα σε λίγα λεπτά έφθασε σε βαθιά χαλάρωση, ένα εί-
δος ύπνωσης.
Άρχισε να τη ρωτάει πάλι για το ποια είναι, πού βρίσκεται και όλα όσα τη ρώτησε και χθες στα ιταλικά. Η Φλώρα του είπε πάλι πώς λεγόταν, όλη την ίδια ιστορία με χθες και κατέληξε στη στιγμή που την τραβούσαν να την κάψουν.
«Πες μου, Φερμίνα, πώς νιώθεις για όλους αυτούς που σε βασανίζουν;»
«Τους μισώ, τους μισώ» φώναξε, έχοντας ένα τρομαχτικό ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη της. «Τους μισώ που σκότωσαν τον πατέρα μου, τους μισώ που θέλουν να σκοτώσουν κι εμένα. Αλλά θα τους εκδικηθώ. Μια μέρα θα τους εκδικηθώ ακόμα και πέρα από το θάνατό μου. Θα τους καταστρέψω, το υπόσχομαι!»
Μετά από τα τελευταία της λόγια, η Φλώρα ξέσπασε πάλι σε γοερά κλάματα. Η ατμόσφαιρα όμως μέσα στο γραφείο είχε γίνει λίγο παράξενη. Η Μαρίνα, είχε ζαρώσει πάνω στην πολυθρόνα της και κοιτούσε πότε τη Φλώρα πότε τον ερευνητή με διάπλατα ανοιχτά μάτια.
Ο ερευνητής συνέχισε τις ερωτήσεις του προς τη Φλώρα, η δε Φλώρα, πότε μισοκλαίγοντας, πότε ουρλιάζοντας προσπαθούσε να τις απαντήσει.
Κάποια στιγμή, η Φλώρα έβγαλε ένα τρομαχτικό ουρλιαχτό και έπαψε να μιλάει. Την ίδια στιγμή, το δωμάτιο πλημμύρησε από μια περίεργη μυρωδιά, σα να
καιγόταν κάτι.
Ο ερευνητής έδειξε και ο ίδιος τρομαγμένος από το αποτέλεσμα της ύπνωσης.
Προσπαθώντας να φανεί δυνατός, άρχισε τη διαδικασία επαναφοράς της Φλώρας στην πραγματικότητα.
Εν τω μεταξύ η μυρωδιά του καμένου είχε αρχίσει να υποχωρεί, ενώ σε λίγα λεπτά, η Φλώρα, ξαναβρήκε τον εαυτό της ανοίγοντας τα μάτια της.
 Η Μαρίνα έτρεξε και την αγκάλιασε με στοργή.
«Τα κατάφερες, φιλενάδα, τα κατάφερες» της είπε με συγκίνηση.
Η ένταση και η κούραση ήταν καθαρά χαραγμένες στο πρόσωπο της Φλώρας. Ένα χαμόγελο όμως βαθύ και αληθινό ήταν αποτυπωμένο στα χείλη της.
«Πώς αισθάνεσαι;» τη ρώτησε ο ερευνητής.
«Νιώθω παράξενα ήρεμη, σαν να έφυγε ένα μεγάλο φορτίο από μέσα μου, σαν ένα κενό να έχει δημιουργηθεί εκεί. Αλλά, πέστε μου, τι συνέβη; Ελευθερώθηκα από τον εφιάλτη μου; Τα κατάφερα σήμερα;»
«Ναι, τα κατάφερες, Φλώρα. Νομίζω είχαμε επιτυχία σήμερα στην προσπάθειά μας. Η ψυχή σου κατάφερε να απαγκιστρωθεί από τον θάνατο τον βίαιο του σώματος και είναι πια έτοιμη να συνεχίσει την περιπλάνησή της μέσω του τωρινού σώματός σου, μέχρι την ολοκλήρωσή της. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά μια επόμενη αρχή μέσα στην αέναη διαδικασία της ανακύκλωσης και του μυστηρίου της ζωής».
Το χαμόγελο της χαράς είχε για τα καλά ζωγραφιστεί στο πρόσωπο της Φλώρας. Καταλάβαινε απόλυτα τα λεγόμενα του ερευνητή, ξέροντας πια βαθιά μέσα της πως δεν μπορούσε να φοβάται τον θάνατο, ο οποίος είναι η πόρτα για τη μετάβαση της ψυχής σε ένα άλλο σώμα, σε μια άλλη κατάσταση ζωής.
Έβγαλε να πληρώσει. Ο ερευνητής και πάλι αρνήθηκε αλλά πιο κατηγορηματικά αυτή τη φορά. Πήγε να του πει κάτι, αλλά εκείνος της έκοψε τη φόρα, λέγοντάς της:
«Αγαπητή μου κυρία, η περίπτωσή σου ήταν άκρως ενδιαφέρουσα. Με βοήθησε αρκετά. Δεν μπορώ να πάρω από σένα χρήματα. Ίσως να με χρειασθείς άλλη φορά και τότε, ναι, θα το κάνω επ’ αμοιβή».
Έπειτα, χαμογελώντας καλοσυνάτα, της άπλωσε το χέρι λέγοντάς της:
«Απόψε διαπιστώσαμε και οι τρεις πως “ΕΑΛΩ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ” και είναι πολύ σημαντικό αυτό τελικά, πολύ σημαντικό!».
Η Φλώρα του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με χαμόγελο, λέγοντας:
«Ναι, ΕΑΛΩ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, ΕΑΛΩ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ…».__

Αρετή Γκιωνάκη
Σι Ελάσσονα


Θα είναι πάντα όμορφα εκείνα τα παραμύθια που θα μου θυμίζουν ότι κάποτε, υπήρξα παιδί… © Αρετή Γκι

http://sielassona.blogspot.com

http://sielasona.blogspot.com