Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018


Η  ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ  
ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΥΜΕΡΟ  ΕΠΤΑ
 Της Αρετής Γκιωνάκη

          Κάθε  απόγευμα  εδώ  και  τρία  χρόνια,  το  σκηνικό  της  ζωής  της  είναι  το  ίδιο.  Καθισμένη  στο  ξεχαρβαλωμένο  παγκάκι  του  σταθμού  πε­ριμένει.
Αυτή  η  καθημερινή  αναμονή  έχει  μια  αίσθηση  απουσίας,  μια  μικρή  ρυ­τίδα  στο  ατσαλάκωτο  όνειρο  εκείνων  που  περιφέρονται  αμέριμνοι  στο  σταθμό.  Μάσκα  αγέλαστη  το  πρόσωπό  της,  μάσκα  ξεχασμένη  λες  από  ένα  βράδυ  καρναβαλιού,  δυσκολεύεται  να  προσαρμοστεί  στο  σημερινό  γίγνεσθαι  της  ζωής  της.
Κοιτάζει  αφηρημένα  ίσια  μπροστά,  κοιτώντας  στο  πουθενά  και  στο  τί­ποτα.  Δεν  τη  ταράζουν  ούτε  οι  θόρυβοι  από  τα τρένα  που  κάθε  λίγο  μπαίνουν  αγκομαχώντας  στο  σταθμό.
Ο  κόσμος,  μυρμήγκια  ίδιος,  πάει  έρχεται,  γελάει,  κλαίει,  φωνάζει  και  ε­κείνη  εκεί,  ατάραχη,  θεατής  και  ηθοποιός  σε  μια  παρακμασμένη  σκηνή.  Το  όνειρο  της  επιστροφής,  της  ίδιας  της  αναμονής  έχει  στα  μάτια  της  πάρει  μια  μαγική  διάσταση.
            Τρία  χρόνια  τώρα  περιμένει!
Κάθεται  στο  ίδιο  εκείνο  παγκάκι  που  εκείνος  την  αποχαιρέτησε  και  πε­ριμένει.  Η  μνήμη  της  άβατη,  την  προδίνει  τελευταία  και  την  αποστασιοποιεί  από  την  πραγματικότητα.  Της  δίνει  εικόνες  κάλπικες  κι  αυτή  τους  δίνει  ουσία  και  μορφή,  τους  δίνει  σημασία,  ζει  μαζί  τους,  κι­νείται,  προγραμματίζει  τα  δεδομένα  της  και  τα  προσαρμόζει  επάνω  σ’  αυτές.  Τα  τρία  αυτά  χρόνια  της  αναμονής  του,  ζει  σε  μια  απέραντη  μο­ναξιά.  Δεν  την  ενδιαφέρει  τίποτα  ή  σχεδόν  τίποτα.  Για  το  μόνο  που  νοιάζεται  είναι  καθημερινή  της  μετάβαση  στο  σταθμό.
            Ελάχιστα  πια  ξεκουράζεται  τα  μεσημέρια.  Οι  κινήσεις  της  και  το  βλέμμα  της  αυτές  τις  σχεδόν  απογευματινές  ώρες  έχουν  μια  γεύση  πυ­ρετού. 
            Ντύνεται  με  σχολαστικότητα,  βάζει  τα  καλά  της,  που  εδώ  και  τρία  χρόνια  είναι  ακριβώς  τα  ίδια,  χτενίζει  τα  εμφανώς  ατημέλητα  μαλ­λιά  της  φορώντας  τους  ένα  χτενάκι  από  φίλντισι  δώρο  μονάκριβο  εκείνου.
            Προσπαθεί  να  γίνει  όμορφη  γι’  αυτόν.  Βάφει  με  έντονο  γαλάζιο  τα  μικρά  άχρωμα  και  τώρα βαθουλωτά  μάτια  της  και  βάζει  κόκκινο  κραγιόν.  Η  αδυναμία  της  και  το  υπερβολικό  μικρό  της  μέγεθος  δείχνουν  μια  φιγούρα,  καρικατούρα  από  ταινία  του  Ντίσνεϋ.
Τα  βήματά  της  ανάλαφρα,  χοροπηδηχτά,  την  οδηγούν  στην  εξώπορτα.  Βιάζεται,  με  την  ετοιμασία  της  άργησε  σήμερα  λίγο  με  το  ζόρι  προλα­βαίνει  το  τραίνο.
Το  τηλεγράφημα  το  λέει  άλλωστε  καθαρά:
        -Έρχομαι  από  Μόναχο  με  την  ταχεία  των  έξη –ημερομηνία- .  Θα  συναντηθούμε  στην  πλατφόρμα  με  το  νούμερο  7!
            Το  παγκάκι  της σήμερα  είναι  άδειο.  Το  ένα  του  πόδι  είναι  σπα­σμένο,  οι  υπόλοιποι  ταξιδιώτες  συνήθως  το  αποφεύγουν,  αυτή  όμως  όχι. 
            Έχει  μάθει  πια  να  το  αγαπά.  Κάθεται  επάνω  του  και  τον  περιμέ­νει.  Κοιτάζει  μ’  ανυπομονησία  μια  το  μικρό  της  ρολόι  και  μια  το  τηλεγράφημα, που  κακομεταχειριζόμενο  έχει  καταντήσει  ίδιο  απομεινάρι  ενός  χαρούμενου  μηνύματος  που  ποτέ  του  δεν  πρόλαβε  να  πραγματο­ποιηθεί.
Τα  λεπτά  διαβαίνουν  απειλητικά  γρήγορα,  το  μεγάλο  ρολόι  του  σταθ­μού  έχει  μικρή  διαφορά  από  το  δικό  της  το  ρολόι.
            Το  τραίνο  των  έξη  με  την  εμφάνιση  του  στο  σταθμό,  σκίζει  κομ­μάτια  την  ανυπομονησία της.  Οι λιγοστοί  επιβάτες  που  κατεβαίνουν  κατευθύνονται  προς  την  έξοδο.  Η  επιβίβαση  κάποιων  άλλων  ελάχιστων  είναι  η  αλήθεια  δεν  κρατάει  πολύ.
            Προσωρινά  πέφτει  μια  παγερή  ησυχία  στο  σταθμό.  Αυτή,  έχει  σηκωθεί  από  το  κουτσό  παγκάκι    και  σφίγγει  νευρικά  στα  ιδρωμένα  χέρια  της  το  βασανισμένο  τηλεγράφημα.
            Τα  μικρά  βαθουλωτά  της  μάτια  φαίνονται  πιο  στενά  απ’  ότι  συ­νήθως.  Είναι  όρθια εκεί στην πλατφόρμα με το νούμερο επτά και περιμένει.  Βουλιάζει  στην  δυστυχία  της  απέραντης  θλίψης  της  και  υ­ποφέρει  βαθιά. 
            Ο  σταθμάρχης  περνάει  δίπλα  της,  σχεδόν  την  αγγίζει…
            -Καλησπέρα,  τι  κάνεις;
                        τη  ρωτάει  με  συμπόνια  φανερή.
            -Καλησπέρα, απαντά  με  φωνή  υπερκόσμια  θαρρείς.  Περίμενα  τον  άνδρα  μου  εδώ  σήμερα,  το  λέει  το  τηλεγράφημα  να,  δέστε…  Θα   ερχό­ταν  από  το  Μόναχο με το τραίνο των  έξη.  Γράφει  να  τον  περιμένω  στην  πλατφόρμα  με  το νούμερο  επτά,  το  τραίνο  ήρθε  αυτός  όμως  δεν  υπάρχει  πουθενά!
Μήπως  έχει  κι  άλλο τραίνο από κει;  Μήπως  τελικά  δεν  ήταν   αυτό  το  τραίνο  που  περίμενα;
            Ο  σταθμάρχης  την  κοιτάζει  και  κουνάει  λυπημένος  το  κεφάλι.
            -Για  να  δω  το  τηλεγράφημα  που  κρατάς.
Εκείνη,  με  μεγάλη  προθυμία  του  το  δίνει  κι  εκείνος  το  πιάνει  προσεκτι­κά  για να μην το ταλαιπωρήσει περισσότερο απ’ όσο είναι ταλαιπωρημένο  κάνοντας  πως  το  διαβάζει.  Έπειτα  χαμογελάει  πλατιά  και  της  λέει:
             βέβαια,  τώρα  εξηγείται  γιατί  δεν  ήρθε  σήμερα  ο  άνδρας  σου.  Αύριο  είναι  να  έρθει. Αυριανή η ημερομηνία που γράφει το τηλεγράφη­μα,  μη  στεναχωριέσαι  λοιπόν  κάνε αύριο  ένα κόπο  κι  έλα  απ' το σταθμό να τον  περιμένεις. Τώρα  εδώ που  τα  λέμε  γιατί  να  έρθεις  πάλι  αύριο; Θα έρθει  μόνος  του  στο  σπίτι .
            -Α,  όχι  όχι ,  θέλω  να  τον  υποδεχτώ  εγώ  όπως  του  αξίζει.  Σας  ευ­χαριστώ  πάντως,  τι  αφηρημένη  αλήθεια  που  είμαι  να  κάνω  τέτοιο  λάθος.  Γεια  σας  λοιπόν  αύριο  πάλι.
            Η  ίδια  περίπου  στιχομυθία  κάθε  μέρα,  οι  ίδιες  λέξεις,  οι  ίδιες  κι­νήσεις,  η  ίδια  συμπόνια  γι’  αυτήν.
            Ο  σταθμάρχης  την  βλέπει  που  απομακρύνεται  μικρή  κυρτή  γραμ­μή  πάνω στις γκρίζες πλάκες. Κουνάει το κεφάλι με απέραντη  λύπη  και  γυρίζοντας  προς  την  καθαρίστρια  που  ήταν  λίγο  πιο  κει,  λέει:
            -Τρία  χρόνια  κι  ακόμα  δε  το  πήρε  απόφαση.  Έχει  μείνει  εκεί  στη  στιγμή  της  αναμονής  του  άνδρα  της.  Τον  περίμενε  με  λαχτάρα  από  τη  Γερμανία  μόνο  που  αυτός  δε  γύρισε  ποτέ.  Το  τραίνο  εκτροχιάστηκε  λίγο  πιο  έξω  απ’ το  Μόναχο.  Οι  επιζήσαντες  λίγοι.  Ο  άνδρας  της  δεν  υπήρξε  τυχερός.  Δε  μπόρεσε  να συμβιβαστεί  με  την  ιδέα  του  θανάτου  του,  έτσι  ακόμα  τον  ελπίζει  και  τον  περιμένει.
            -Την  φουκαριάρα,  την  λυπάμαι, τη  βλέπω  κι  εγώ  κάθε  απόγευ­μα…
            
         Η  ψιλή βροχή  που  έχει  αρχίσει  να  πέφτει  χτυπάει  το  στέγαστρο  του  σταθμού με νωχελικό τρόπο. Αρχέςτου Φθινοπώρου και ο καιρός είναι  διαποτισμένος με υγρασία, μια υγρασία διαπεραστική. 
Εκείνη κα­θώς  απομακρύνεται  με  αβέβαια  βήματα  από  τον  σταθμό  νιώθει  τη  νύχτα  που  σε  λίγο  θα σκεπάσει με τα μαύρα πέπλα της την πλάση, σαν καράβι  μεθυσμένο  να  παραδέρνει  δω  και  κει.
Η  βροχή  που πέφτει δεν την ενοχλεί,  μάλλον  περισσότερο καλό  της  κά­νει.  Ξεκαθαρίζει  την  μουντάδα του  μυαλού  της  και  την  κάνει  να  συλλογίζεται.   Πότε  πότε  λέξεις  διάφορες  ακατάληπτες  ξεφεύγουν  από  τα  κόκκινα  άσαρκα  χείλη  της.
            -Λάθος  μέρα…
Μα  πως το έκανα  αυτό; 
Πως  μπερδεύτηκα;
Αύριο!  Δεν πειράζει, αύριο  θα ξανάρθω. Δε χάλασε δα κι ο κόσμος για  μια  παραπάνω  ημέρα.
Ε,  δε χάλασε  κι  ο  κόσμος!

            Ένα  μικρό  κομμάτι  νύχτας  έκανε  την  εμφάνισή  του  στον  ορίζο­ντα  και  ξαφνικά  η  βροχή  έμοιαζε  να  λιώνει  σαν  παγάκι…
            -Αύριο!  Δεν  πειράζει,  αύριο  θα  ξανάρθω.  Δε χάλασε  δα κι  ο  κό­σμος  για  μια παραπάνω  ημέρα.
            Ε,  δε  χάλασε  δα κι  ο  κόσμος...
            Αύριο πάλι...


Θα είναι πάντα όμορφα εκείνα τα παραμύθια που θα μου θυμίζουν ότι κάποτε, υπήρξα παιδί… © Αρετή Γκι

http://sielassona.blogspot.com

http://sielasona.blogspot.com