ΧΑΘΗΚΑΜΕ
Τρέχω να προλάβω το τρόλεϊ.
Έχει σουρουπώσει και τα μαγαζιά ετοιμάζονται να κλείσουν.
Η μετά τη δουλειά βόλτα μου στο κέντρο, έχει πάρει τέλος.
Πήρα της Ισμήνης τα cd που μου ζήτησε, αγόρασα ένα καινούριο άρωμα και ετοίμαζα την επιστροφή μου στο σπίτι. Με περίμενε η μικρή, να πάμε για πίτσα. Της το είχα υποσχεθεί.
Τρώμε τόσο σπάνια μαζί…
Ακούω μια φωνή γνώριμη να με καλεί, φωνή απ’ τα παλιά.
-Έλλη;
Γυρίζω στο άκουσμα του ονόματός μου και σαστίζω…
-Θάνο;
Είναι εκείνος. Εκείνος μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Πρώτη κίνηση, αυτόματη, να διορθώσω τα μαλλιά μου.
Πώς να φαίνομαι άραγε στα μάτια του μετά από είκοσι χρόνια;
Με πιάνει αδιόρατος φόβος.
Σα να διαβάζει τις πιο μύχιες σκέψεις μου με βγάζει απ’ το προσωρινό αδιέξοδο.
-Δεν άλλαξες καθόλου Έλλη!
Χαμογελάω αμήχανα και ανταποδίδω τη φιλοφρόνηση.
-Μα και συ Θάνο, όπως ήσουν, δεν άλλαξες…
Έλεγα βέβαια ψέματα, γιατί και εμφανή ίχνη φαλάκρας είχε, ενώ το αρρενωπό του παράστημα είχε αντικατασταθεί από ένα σώμα πλαδαρό και ξεκάθαρα κουρασμένο.
Ο έρωτας που ζήσαμε εκείνη την εποχή, ήταν παραπάνω από τους συνηθισμένους.
Έτσι ήθελα να πιστεύω τότε και μαζί με μένα, έδειχνε να το πιστεύει κι αυτός.
Και λέω έδειχνε γιατί, τα γεγονότα που ακολούθησαν, απέδειξαν πως ο έρωτας αυτός τελικά, δεν ήταν καθόλου μα καθόλου μεγάλος.
Μικρός και ασήμαντος ήταν!
-Χαθήκαμε, μου λέει χαμογελώντας ψεύτικα.
-Ναι, χαθήκαμε, του απαντώ χαμογελώντας του ψεύτικα κι εγώ με τη σειρά μου.
«Γιατί άραγε;» Αναρωτιέμαι μυστικά.
Σχεδόν είχα διαγράψει από το βαθύτερο εγώ μου την αιτία της απομάκρυνσής μας.
Γεγονός που είχε από πολλά χρόνια πριν πάψει να με απασχολεί.
Αλλά κι εκείνος σίγουρα δεν καλοθυμάται τα γεγονότα τα οποία έτρεξαν εκείνη την εποχή στις ζωές μας.
Η επίσημη γνωριμία μας έγινε στο καφέ του Αργύρη.
Εκεί μαζευόμαστε η παρέα μετά το μάθημα στο Πανεπιστήμιο.
Ήμουν πρωτοετής κι εκείνος στο πτυχίο. Ο καφές που άτσαλα εκτόξευσε στο καινούριο μου τζιν, ήταν η κύρια αιτία της γνωριμίας μας.
Τον είχε πάρει το μάτι μου μερικές φορές να φλερτάρει με την Όλγα, μια κοκκινομάλλα, τριτοετή της Νομικής. Μου άρεσε το ύφος του, τα μάτια του, το χαμόγελό του.
Όλα σχεδόν μου άρεσαν επάνω του, μα περισσότερο μου άρεσε το τσουλούφι του, που άτακτα έπεφτε στο πλάι κι εκείνος, με μια κίνηση του κεφαλιού, το έσπρωχνε προς τα πίσω με χάρη.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, μου ζήτησε να με αποζημιώσει με μια βόλτα, δέχτηκα με ένα τρελό καρδιοχτύπι.
-Έψαχνα καιρό να σε βρω, αλλά οι δικοί σου μου έλεγαν πως έφυγες για τη Πράγα, κόβοντας έτσι κάθε γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσά μας…
-Πες μου, ακόμα μου κρατάς θυμό για την επιπολαιότητά μου;
Η επιπολαιότητά του ήταν η Όλγα, η τριτοετής κοκκινομάλλα.
Είχανε σχέση, που ποτέ σε μένα δεν παραδέχτηκε. Όταν τους βρήκα μαζί στο μικρό δωμάτιό του, χάθηκε ο κόσμος κάτω από τα πόδια μου. Όσο κι αν προσπάθησε να μου εξηγήσει, στάθηκα αμετάπειστη. Σε λίγους μήνες πήρα το πτυχίο και πήγα για με-ταπτυχιακά στην Πράγα, εκεί είχα κάποιους συγγενείς και δεν θα αντιμετώπιζα ιδιαίτερο πρόβλημα κατά τη διαμονή μου.
-Του έρωτα κακία δε κρατάμε, του αποκρίνομαι χαμογελαστά.
Ο καιρός που μεσολάβησε, η αλλαγή περιβάλλοντος, τα νέα πρόσωπα που μπήκαν στη ζωή μου, το ίδιο το πείσμα μου να τον ξεπεράσω και να συνεχίσω, με απομάκρυναν οριστικά από τις σκέψεις μου για κείνον.
Ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ στη ζωή μου. Τέλειωσα το μεταπτυχιακό και επέστρεψα στην Ελλάδα.
Άνοιξα δικό μου γραφείο, και κάπου σε αυτό το σημείο της ζωής μου γνώρισα τον Άρη.
Ο κόσμος γύρω μας βιαστικός τρέχει, μας σπρώχνει.
Εκείνος αρχίζει να ξαναθυμάται το παρελθόν «μας» και μου λέει πως με σκεφτόταν πολύ τελευταία, πως έψαχνε να με βρει αλλά δεν τα κατάφερε και να η ζωή που με έφερε στο δρόμο του…
Κοιτάζω με αμηχανία το ρολόι.
Το παρατηρεί και με ρωτάει:
-Σε περιμένουν;
Σα να θέλει να ρωτήσει για τη ζωή μου, για όσα δε γνωρίζει και θέλει να τα μάθει.
-Ναι, έχω υποσχεθεί στη κόρη μου να πάμε για πίτσα και αν θέλω να προλάβω πρέπει να βιαστώ.
-Παντρεύτηκες λοιπόν, λέει μέσα από τα δόντια του, σα να μονολογεί.
-Παντρεύτηκα και χώρισα. Εσύ;
Ρωτάω, έτσι για να ρωτήσω, να μη φανώ αγενής ως προς τη ζωή του.
-Κι εγώ παντρεύτηκα με την Όλγα, έμεινε έγκυος, κατάλαβαίνεις τώρα, λέει κουνώντας το κεφάλι.
Ναι καταλάβαινα!
-Λοιπόν χάρηκα, του λέω απλώνοντάς του το χέρι.
-Κι εγώ, να τα ξαναπούμε, να πάμε για καφέ να θυμηθούμε τα παλιά.
Τα παλιά… Ποια παλιά; Σκέφτομαι αλλά δε του το λέω.
Μου γράφει σ’ ένα χαρτί το κινητό του.
Κουνάω το κεφάλι συγκαταβατικά κι απομακρύνομαι.
Στον πρώτο κάδο το ρίχνω μέσα δίχως καμία ενοχή!
Τον έρωτα και τον καιρό τελικά, κανείς δεν το γυρίζει πίσω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου