Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018


Η  ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ  
ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΥΜΕΡΟ  ΕΠΤΑ
 Της Αρετής Γκιωνάκη

          Κάθε  απόγευμα  εδώ  και  τρία  χρόνια,  το  σκηνικό  της  ζωής  της  είναι  το  ίδιο.  Καθισμένη  στο  ξεχαρβαλωμένο  παγκάκι  του  σταθμού  πε­ριμένει.
Αυτή  η  καθημερινή  αναμονή  έχει  μια  αίσθηση  απουσίας,  μια  μικρή  ρυ­τίδα  στο  ατσαλάκωτο  όνειρο  εκείνων  που  περιφέρονται  αμέριμνοι  στο  σταθμό.  Μάσκα  αγέλαστη  το  πρόσωπό  της,  μάσκα  ξεχασμένη  λες  από  ένα  βράδυ  καρναβαλιού,  δυσκολεύεται  να  προσαρμοστεί  στο  σημερινό  γίγνεσθαι  της  ζωής  της.
Κοιτάζει  αφηρημένα  ίσια  μπροστά,  κοιτώντας  στο  πουθενά  και  στο  τί­ποτα.  Δεν  τη  ταράζουν  ούτε  οι  θόρυβοι  από  τα τρένα  που  κάθε  λίγο  μπαίνουν  αγκομαχώντας  στο  σταθμό.
Ο  κόσμος,  μυρμήγκια  ίδιος,  πάει  έρχεται,  γελάει,  κλαίει,  φωνάζει  και  ε­κείνη  εκεί,  ατάραχη,  θεατής  και  ηθοποιός  σε  μια  παρακμασμένη  σκηνή.  Το  όνειρο  της  επιστροφής,  της  ίδιας  της  αναμονής  έχει  στα  μάτια  της  πάρει  μια  μαγική  διάσταση.
            Τρία  χρόνια  τώρα  περιμένει!
Κάθεται  στο  ίδιο  εκείνο  παγκάκι  που  εκείνος  την  αποχαιρέτησε  και  πε­ριμένει.  Η  μνήμη  της  άβατη,  την  προδίνει  τελευταία  και  την  αποστασιοποιεί  από  την  πραγματικότητα.  Της  δίνει  εικόνες  κάλπικες  κι  αυτή  τους  δίνει  ουσία  και  μορφή,  τους  δίνει  σημασία,  ζει  μαζί  τους,  κι­νείται,  προγραμματίζει  τα  δεδομένα  της  και  τα  προσαρμόζει  επάνω  σ’  αυτές.  Τα  τρία  αυτά  χρόνια  της  αναμονής  του,  ζει  σε  μια  απέραντη  μο­ναξιά.  Δεν  την  ενδιαφέρει  τίποτα  ή  σχεδόν  τίποτα.  Για  το  μόνο  που  νοιάζεται  είναι  καθημερινή  της  μετάβαση  στο  σταθμό.
            Ελάχιστα  πια  ξεκουράζεται  τα  μεσημέρια.  Οι  κινήσεις  της  και  το  βλέμμα  της  αυτές  τις  σχεδόν  απογευματινές  ώρες  έχουν  μια  γεύση  πυ­ρετού. 
            Ντύνεται  με  σχολαστικότητα,  βάζει  τα  καλά  της,  που  εδώ  και  τρία  χρόνια  είναι  ακριβώς  τα  ίδια,  χτενίζει  τα  εμφανώς  ατημέλητα  μαλ­λιά  της  φορώντας  τους  ένα  χτενάκι  από  φίλντισι  δώρο  μονάκριβο  εκείνου.
            Προσπαθεί  να  γίνει  όμορφη  γι’  αυτόν.  Βάφει  με  έντονο  γαλάζιο  τα  μικρά  άχρωμα  και  τώρα βαθουλωτά  μάτια  της  και  βάζει  κόκκινο  κραγιόν.  Η  αδυναμία  της  και  το  υπερβολικό  μικρό  της  μέγεθος  δείχνουν  μια  φιγούρα,  καρικατούρα  από  ταινία  του  Ντίσνεϋ.
Τα  βήματά  της  ανάλαφρα,  χοροπηδηχτά,  την  οδηγούν  στην  εξώπορτα.  Βιάζεται,  με  την  ετοιμασία  της  άργησε  σήμερα  λίγο  με  το  ζόρι  προλα­βαίνει  το  τραίνο.
Το  τηλεγράφημα  το  λέει  άλλωστε  καθαρά:
        -Έρχομαι  από  Μόναχο  με  την  ταχεία  των  έξη –ημερομηνία- .  Θα  συναντηθούμε  στην  πλατφόρμα  με  το  νούμερο  7!
            Το  παγκάκι  της σήμερα  είναι  άδειο.  Το  ένα  του  πόδι  είναι  σπα­σμένο,  οι  υπόλοιποι  ταξιδιώτες  συνήθως  το  αποφεύγουν,  αυτή  όμως  όχι. 
            Έχει  μάθει  πια  να  το  αγαπά.  Κάθεται  επάνω  του  και  τον  περιμέ­νει.  Κοιτάζει  μ’  ανυπομονησία  μια  το  μικρό  της  ρολόι  και  μια  το  τηλεγράφημα, που  κακομεταχειριζόμενο  έχει  καταντήσει  ίδιο  απομεινάρι  ενός  χαρούμενου  μηνύματος  που  ποτέ  του  δεν  πρόλαβε  να  πραγματο­ποιηθεί.
Τα  λεπτά  διαβαίνουν  απειλητικά  γρήγορα,  το  μεγάλο  ρολόι  του  σταθ­μού  έχει  μικρή  διαφορά  από  το  δικό  της  το  ρολόι.
            Το  τραίνο  των  έξη  με  την  εμφάνιση  του  στο  σταθμό,  σκίζει  κομ­μάτια  την  ανυπομονησία της.  Οι λιγοστοί  επιβάτες  που  κατεβαίνουν  κατευθύνονται  προς  την  έξοδο.  Η  επιβίβαση  κάποιων  άλλων  ελάχιστων  είναι  η  αλήθεια  δεν  κρατάει  πολύ.
            Προσωρινά  πέφτει  μια  παγερή  ησυχία  στο  σταθμό.  Αυτή,  έχει  σηκωθεί  από  το  κουτσό  παγκάκι    και  σφίγγει  νευρικά  στα  ιδρωμένα  χέρια  της  το  βασανισμένο  τηλεγράφημα.
            Τα  μικρά  βαθουλωτά  της  μάτια  φαίνονται  πιο  στενά  απ’  ότι  συ­νήθως.  Είναι  όρθια εκεί στην πλατφόρμα με το νούμερο επτά και περιμένει.  Βουλιάζει  στην  δυστυχία  της  απέραντης  θλίψης  της  και  υ­ποφέρει  βαθιά. 
            Ο  σταθμάρχης  περνάει  δίπλα  της,  σχεδόν  την  αγγίζει…
            -Καλησπέρα,  τι  κάνεις;
                        τη  ρωτάει  με  συμπόνια  φανερή.
            -Καλησπέρα, απαντά  με  φωνή  υπερκόσμια  θαρρείς.  Περίμενα  τον  άνδρα  μου  εδώ  σήμερα,  το  λέει  το  τηλεγράφημα  να,  δέστε…  Θα   ερχό­ταν  από  το  Μόναχο με το τραίνο των  έξη.  Γράφει  να  τον  περιμένω  στην  πλατφόρμα  με  το νούμερο  επτά,  το  τραίνο  ήρθε  αυτός  όμως  δεν  υπάρχει  πουθενά!
Μήπως  έχει  κι  άλλο τραίνο από κει;  Μήπως  τελικά  δεν  ήταν   αυτό  το  τραίνο  που  περίμενα;
            Ο  σταθμάρχης  την  κοιτάζει  και  κουνάει  λυπημένος  το  κεφάλι.
            -Για  να  δω  το  τηλεγράφημα  που  κρατάς.
Εκείνη,  με  μεγάλη  προθυμία  του  το  δίνει  κι  εκείνος  το  πιάνει  προσεκτι­κά  για να μην το ταλαιπωρήσει περισσότερο απ’ όσο είναι ταλαιπωρημένο  κάνοντας  πως  το  διαβάζει.  Έπειτα  χαμογελάει  πλατιά  και  της  λέει:
             βέβαια,  τώρα  εξηγείται  γιατί  δεν  ήρθε  σήμερα  ο  άνδρας  σου.  Αύριο  είναι  να  έρθει. Αυριανή η ημερομηνία που γράφει το τηλεγράφη­μα,  μη  στεναχωριέσαι  λοιπόν  κάνε αύριο  ένα κόπο  κι  έλα  απ' το σταθμό να τον  περιμένεις. Τώρα  εδώ που  τα  λέμε  γιατί  να  έρθεις  πάλι  αύριο; Θα έρθει  μόνος  του  στο  σπίτι .
            -Α,  όχι  όχι ,  θέλω  να  τον  υποδεχτώ  εγώ  όπως  του  αξίζει.  Σας  ευ­χαριστώ  πάντως,  τι  αφηρημένη  αλήθεια  που  είμαι  να  κάνω  τέτοιο  λάθος.  Γεια  σας  λοιπόν  αύριο  πάλι.
            Η  ίδια  περίπου  στιχομυθία  κάθε  μέρα,  οι  ίδιες  λέξεις,  οι  ίδιες  κι­νήσεις,  η  ίδια  συμπόνια  γι’  αυτήν.
            Ο  σταθμάρχης  την  βλέπει  που  απομακρύνεται  μικρή  κυρτή  γραμ­μή  πάνω στις γκρίζες πλάκες. Κουνάει το κεφάλι με απέραντη  λύπη  και  γυρίζοντας  προς  την  καθαρίστρια  που  ήταν  λίγο  πιο  κει,  λέει:
            -Τρία  χρόνια  κι  ακόμα  δε  το  πήρε  απόφαση.  Έχει  μείνει  εκεί  στη  στιγμή  της  αναμονής  του  άνδρα  της.  Τον  περίμενε  με  λαχτάρα  από  τη  Γερμανία  μόνο  που  αυτός  δε  γύρισε  ποτέ.  Το  τραίνο  εκτροχιάστηκε  λίγο  πιο  έξω  απ’ το  Μόναχο.  Οι  επιζήσαντες  λίγοι.  Ο  άνδρας  της  δεν  υπήρξε  τυχερός.  Δε  μπόρεσε  να συμβιβαστεί  με  την  ιδέα  του  θανάτου  του,  έτσι  ακόμα  τον  ελπίζει  και  τον  περιμένει.
            -Την  φουκαριάρα,  την  λυπάμαι, τη  βλέπω  κι  εγώ  κάθε  απόγευ­μα…
            
         Η  ψιλή βροχή  που  έχει  αρχίσει  να  πέφτει  χτυπάει  το  στέγαστρο  του  σταθμού με νωχελικό τρόπο. Αρχέςτου Φθινοπώρου και ο καιρός είναι  διαποτισμένος με υγρασία, μια υγρασία διαπεραστική. 
Εκείνη κα­θώς  απομακρύνεται  με  αβέβαια  βήματα  από  τον  σταθμό  νιώθει  τη  νύχτα  που  σε  λίγο  θα σκεπάσει με τα μαύρα πέπλα της την πλάση, σαν καράβι  μεθυσμένο  να  παραδέρνει  δω  και  κει.
Η  βροχή  που πέφτει δεν την ενοχλεί,  μάλλον  περισσότερο καλό  της  κά­νει.  Ξεκαθαρίζει  την  μουντάδα του  μυαλού  της  και  την  κάνει  να  συλλογίζεται.   Πότε  πότε  λέξεις  διάφορες  ακατάληπτες  ξεφεύγουν  από  τα  κόκκινα  άσαρκα  χείλη  της.
            -Λάθος  μέρα…
Μα  πως το έκανα  αυτό; 
Πως  μπερδεύτηκα;
Αύριο!  Δεν πειράζει, αύριο  θα ξανάρθω. Δε χάλασε δα κι ο κόσμος για  μια  παραπάνω  ημέρα.
Ε,  δε χάλασε  κι  ο  κόσμος!

            Ένα  μικρό  κομμάτι  νύχτας  έκανε  την  εμφάνισή  του  στον  ορίζο­ντα  και  ξαφνικά  η  βροχή  έμοιαζε  να  λιώνει  σαν  παγάκι…
            -Αύριο!  Δεν  πειράζει,  αύριο  θα  ξανάρθω.  Δε χάλασε  δα κι  ο  κό­σμος  για  μια παραπάνω  ημέρα.
            Ε,  δε  χάλασε  δα κι  ο  κόσμος...
            Αύριο πάλι...


Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018


ΑΡΕΤΗ ΓΚΙΩΝΑΚΗ

ΕΑΛΩ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
(Οι Πνοές της Φαντασίας) 

Από τη συμμετοχή μου
στις Πνοές της Φαντασίας
Ανθολογία του Φανταστικού /1
Πετάχτηκε έντρομη από το κρεβάτι. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το κατακόκκινο πρόσωπό της. Η καρδιά της χτυπούσε ακανόνιστα, δυνατά, λες και ήθελε να βγει από το στήθος της.
Η αδυναμία που ένιωθε σε όλο της το κορμί ήταν αβάσταχτη.
Το κεφάλι της; Α… το κεφάλι της δεν το ένιωθε καθόλου, σαν να υπήρχαν χιλιάδες σφυριά που της χτυπούσαν τα μηνίγγια.
Τι της συνέβαινε; Γιατί κάθε βράδυ ένιωθε ακριβώς το ίδιο;
Σύρθηκε με όση δύναμη της είχε απομείνει ως την κουζίνα κι έβαλε ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Μόλις και μετά βίας κατάφερε να πιει δυο γουλιές. Το υπόλοιπο το έχυσε στο νεροχύτη.
Πάει καιρός τώρα που είχαν αρχίσει αυτά τα περίεργα σημάδια. Καθώς ξεκινούσε το ταξίδι του ύπνου, ξεκινούσε γι’ αυτήν και ο φόβος. Ο ύπνος ερχόταν ταραγμένος να της σφραγίσει τα βλέφαρα και τότε, έβρισκαν την ευκαιρία τα όνειρα να της στήσουν τρελό χορό.
Όνειρα περίεργα, ακαταλαβίστικα, πάντα με πρωταγωνίστρια την ίδια, ντυμένη όλες τις φορές, με τα ίδια ρούχα, ρούχα μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που η ίδια γνώρισε μέσα από ταινίες, μιλώντας μια ξένη γλώσσα, μια γλώσσα που η ίδια δεν γνώριζε, αλλά απ’ ό,τι καταλάβαινε όταν ξυπνούσε, ήταν τα ιταλικά.
Μέχρι αυτό το σημείο τα όνειρα ήταν κάπως υποφερτά. Το τέλος τους όμως ήταν ανυπόφορο, ήταν τραγικό, ήταν ένας συνεχιζόμενος εφιάλτης που κάθε βράδυ την πετούσε έντρομη από το κρεβάτι της.
Έβλεπε τον εαυτό της πάνω σε σωρούς από ξύλα και ξερά χόρτα, δεμένη, να φωνάζει, να χτυπιέται, ενώ κάποιος γεροδεμένος άντρας έβαζε φωτιά να την κάψει. Εκεί το όνειρό της τελείωνε βίαια καθώς εκείνη πεταγόταν πανικόβλητη από το κρεβάτι της, όπως ακριβώς κι απόψε.
Ο ύπνος, η απόλαυση μετά τον κό-πο της ημέρας, έγινε για κείνη ο φόβος.
Προσπάθησε να αδιαφορήσει για τα εφιαλτικά της όνειρα. Έβαζε μουσική χαλα-ρωτική, έπαιρνε ένα βιβλίο αγκαλιά με ευχάριστο περιεχόμενο, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να παρατείνει τις ώρες τις αϋπνίας της. Δυο ή τρεις φορές όλο κι όλο κατάφερε να μείνει τελείως ξύπνια, αλλά την επομένη στη δουλειά εισέπραξε τις παρατηρήσεις από τον προϊστάμενό της. Η αϋπνία λοιπόν, ήταν η χειρότερη λύση στο πρόβλημά της.
Μια συνάδελφος και φίλη της στο γραφείο, πρόσεξε τις αλλαγές επάνω της, είδε τη διάχυτη νευρικότητα που είχε, είδε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και τη ρώτησε στο διάλειμμα τι ακριβώς της συμβαίνει.
Δεν άντεχε άλλωστε να τα κρατάει πια μέσα της. Κάπου έπρεπε να τα πει να ξελαφρώσει. Η Μαρίνα ήταν το αυτί που γύρευε να ψιθυρίσει τον πόνο της. Γι’ αυτό και της τα είπε όλα. Δεν παρέλειψε τίποτα.
Η Μαρίνα, καπνίζοντας, την άκουγε σιωπηλή. Σαν τελείωσε, της πρότεινε να πάνε μαζί σε κάποιον γνωστό της ψυχίατρο.
«Θα σε βοηθήσει, Φλώρα. Δεν πέρασες και λίγα τον τελευταίο καιρό. Το πρό-σφατο διαζύγιό σου, επιπλέον είσαι και στην εμμηνόπαυση, όλα έχουν τον ρόλο τους πάνω στον ψυχισμό σου. Σήμερα το απόγευμα θα σου δώσω το τηλέφωνό του, να κλείσεις ένα ραντεβού».
Το δέχτηκε με συγκατάβαση. Δεν έβλεπε ούτε η ίδια πια άλλη λύση από αυτή.
Ο ψυχίατρος, αφού την εξέτασε με προσοχή, ρωτώντας την για την κατάσταση της ζωής της, έβγαλε το συμπέρασμα πως η κλιμακτήριος έχει επιφέρει αλλαγές στον οργανισμό της, οπότε όλα αυτά τα όνειρα είναι μέρος αυτής της κατάστασης που κανείς δε γνώριζε πόσο ακόμα θα κρατούσε. Της έγραψε και συνταγή με χάπια ηρεμιστικά.
«Αυτά θα σας βοηθήσουν να ξεπεράσετε πιο ανώδυνα την κατάσταση αυτή. Να παίρνετε ένα μισή ώρα πριν τον ύπνο».
Τα χάπια τα πήρε. Για έναν ολόκληρο μήνα. Το μόνο που της προσέφεραν ήταν ένας πιο γρήγορος ύπνος, ένας ύπνος όμως, που δεν ήταν απαλλαγμένος από τα περίεργα βασανιστικά της όνειρα. Αυτά, εκεί, επέμεναν να της καταστρέφουν τις νύχτες και να της κάνουν τις μέρες ανυπόφορες. Το μόνο «κέρδος» της ήταν να ανοί-ξει υπερβολικά η όρεξή της.
Αποφάσισε να τα σταματήσει. Στη Μαρίνα, που τη ρώτησε πώς πάει, της είπε την αλήθεια και πάλι.
«Δεν έχω λύση, Μαρίνα μου, δεν ξέρω τι να κάνω, νομίζω πως δε θα το αντέξω για πολύ αυτό το μαρτύριο».
«Να σου πω, φιλενάδα, μήπως το γεγονός που έχεις να πας με άντρα εδώ και μήνες έχει κάποιο ρόλο για τα όνειρα αυτά; Αν προσπαθούσαμε να το εξηγήσουμε; Να δούμε μήπως θέλουν να σου πουν κάτι που δυσκολεύεσαι να το καταλάβεις;»
«Να βγω στη γύρα για άντρα εξαιτίας των ονείρων μου;»
«Κοίτα, αν αυτό είναι η λύση στο πρόβλημά σου, να βγεις γιατί να μη βγεις;» της απάντησε η Μαρίνα και έσκασαν και οι δύο στα γέλια.
Είχε αρχίσει να φοβάται. Παράξενες σκέψεις έκοβαν βόλτα στο ταραγμένο μυαλό της. Αν τα όνειρα αυτά ήταν ο προπομπός για κάτι κακό που θα της συνέβαινε; Δεν ήξερε πια πώς να το αντιμετωπίσει. Ήταν ένας ύπουλος εχθρός, ένας εχθρός που την χτυπούσε πισώπλατα κάθε νύχτα, καθώς ανήμπορη παραδινόταν στον ύπνο.
Τα πρωινά την έβρισκαν κουρασμένη, ηττημένη από έναν άγνωστο εχθρό, ανήμπορη να σταθεί όρθια, να δουλέψει κανονικά το ωράριό της. Μέσα στον πανικό των ημερών, ζήτησε μια άδεια για ένα μήνα άνευ αποδοχών για λόγους υγείας. Δε μπόρεσαν να της την αρνηθούν.
Χρόνια στη δουλειά, ήταν ο δικός τους άνθρωπος.
«Φρόντισε να ξεκουραστείς και να μας έρθεις πίσω εντελώς καλά» της είπε ο προϊστάμενος και της χαμογέλασε με ενδιαφέρον.

c

Ένα πρωινό, ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβάτι της, φοβερά εξαντλημένη από τη νύχτα που είχε ήδη περάσει, ξεφύλλιζε ένα περιοδικό. Σε μια σελίδα του είδε μια καταχώριση. Ένας ερευνητής-ψυχολόγος από τους πιο γνωστούς, διαφήμιζε πως εξηγεί τα όνειρα και πως κάνει αναδρομές σε προηγούμενες ζωές.
Το κοίταξε, το ξανακοίταξε, δεν πολυπίστευε σε τέτοια, αλλά πάλι, ίσως να ήταν μια λύση στο πρόβλημά της.
«Να μπορεί άραγε να με βοηθήσει; Θα τον πάρω στο τηλέφωνο. Πρέπει να δοκιμάσω, τι έχω να χάσω;»
Κατά τις δέκα το ίδιο πρωί του τηλεφώνησε κανονίζοντας το ραντεβού για το ίδιο απόγευμα. Τηλεφώνησε και στη Μαρίνα ζητώντας της αν θέλει, μόλις σχολάσει, να έρθει κατ’ ευθείαν στο σπίτι της να πάνε παρέα στον ερευνητή.
«Δεν έχω ξαναπάει, Μαρίνα μου, σε τέτοιους ερευνητές, φοβάμαι για το τι θ’ ακούσω. Αν και, μεταξύ μας, αυτά δεν τα πολυπιστεύω».
«Θα έρθω μαζί σου, τι φοβάσαι, βρε κουτό, το πολύ-πολύ να τον πληρώσεις χωρίς λόγο».
Το ίδιο απόγευμα και με πολλούς δισταγμούς από τη μεριά της, χτυπούσαν το κουδούνι μιας παλιάς πολυκατοικίας, όπου βρισκόταν το γραφείο του.
Την πόρτα τους άνοιξε μια ηλικιωμένη γυναίκα γύρω στα εβδομήντα. Τις παρακάλεσε να καθίσουν στο μικρό σαλονάκι στον προθάλαμο γιατί ο ερευνητής είχε κι άλλον πελάτη μέσα.
Το δωμάτιο ήταν σχεδόν σκοτεινό. Ένα μικρό φθαρμένο δερμάτινο σαλόνι έπιανε τον περισσότερο χώρο.
Οι πολυθρόνες από την πολλή χρήση είχαν βουλιάξει.
Οι τοίχοι, βαμμένοι με ένα απαλό πορτοκαλί χρώμα είχαν χάσει από καιρό τη φρεσκάδα τους. Δυο κάδρα με φιγούρες άυλες σαν τους αγγέλους, ήταν κρεμασμένα στον ίδιο τοίχο. Μια μπρούτζινη παλιά λάμπα, σκόρπιζε ένα αναιμικό φως, ανίκανο να φωτίσει καλά τον χώρο.
Κάθισαν, κι εκείνη άρχισε να νιώθει άβολα. Ο φόβος για το τι θα μάθει, είχε ήδη αρχίσει να τη βασανίζει.
Η Μαρίνα κατάλαβε την έντασή της και της πρότεινε να ηρεμήσει. Άναψε ένα τσιγάρο και προσπάθησε να βολευτεί όσο καλύτερα μπορούσε στο βουλιαγμένο κά-
θισμά της. Ευτυχώς, η αναμονή δεν κράτησε παραπάνω από δέκα λεπτά.
Η μεσόπορτα που χώριζε το γραφείο από το σαλόνι άνοιξε και βγήκε από μέσα ο προηγούμενος πελάτης, ένας άντρας.
Η ηλικιωμένη γυναίκα, που όλη αυτή την
ώρα καθόταν παράμερα σε μια καρέκλα πίνοντας από ένα φλιτζάνι κάτι, καφέ μάλλον, σηκώθηκε να τον ξεπροβοδίσει, κάτι του ψιθύρισε και ανοίγοντάς του την
πόρτα, τον οδήγησε στην έξοδο. Κατόπιν στράφηκε σε κείνες, λέγοντάς τους να περάσουν μέσα.
Έσβησε το τσιγάρο που δεν είχε προλάβει να καπνίσει και σηκώθηκε με έκδηλη την ταραχή στο πρόσωπό της.
Της ήρθε η επιθυμία να το βάλει στα πόδια αλλά δεν το έκανε.
Προχώρησε με τη Μαρίνα και μπήκαν μέσα στο γραφείο.
Ο άντρας που ήταν εκεί και τις περίμενε ήταν ένας άντρας χαμογελαστός, γύρω στα πενήντα, με λίγο γκριζαρισμένο μούσι. Τίποτα επάνω του δεν τον έκανε να
μοιάζει με ερευνητή-ψυχολόγο. Αυτό, της έδωσε περισσότερο θάρρος.
Μετά τις πρώτες συστάσεις, ο ερευνητής, τη ρώτησε για το πρόβλημα που την έφερε ώς το γραφείο του. Εκείνη με τρεμάμενη φωνή στην αρχή, με περισσότερο θάρρος στη συνέχεια, άρχισε να του εξιστορεί την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί τελευταία στη ζωή της.
Του μίλησε για τον ψυχίατρο, για τα χάπια που πήρε χωρίς αποτέλεσμα, για τις φοβίες της, του τα είπε όλα.
Ο ερευνητής, με χαμηλή και ήρεμη φωνή, της είπε πως αυτό το όνειρο είναι, το πιο πιθανό, κατάλοιπο από μια προηγούμενή της ζωή.
«Δεν τα πιστεύω αυτά» του είπε με φωνή όλο ένταση.
«Ναι, καταλαβαίνω, αλλά πώς να βοηθήσω χωρίς μια υποψία εμπιστοσύνης σε αυτό που μπορώ να κάνω, από τη μεριά σας;» της είπε, εξακολουθώντας η φωνή του να είναι ήρεμη και χαμηλή.
«Πρέπει να προχωρήσουμε στον υπνωτισμό που σας είπα και το πρωί. Να δούμε την αιτία των ονείρων σας, να δούμε τη λύση του προβλήματός σας».
«Φοβάμαι… Αν πάθω κάτι κατά τη διάρκειά του;»
«Όχι, μη φοβάστε, δε θα συμβεί κάτι κακό, άλλωστε βαθιά χαλάρωση θα είναι, τίποτα παραπάνω. Έπειτα, θα είναι μαζί σας και η κυρία από δω, δε θα είστε μόνη. Μη φοβάστε λοιπόν. Θα ξαπλώσετε στην πολυθρόνα αυτή» της είπε, υποδεικνύοντας τη μεγάλη πολυθρόνα που είχε απέναντι από το γραφείο του.
Εκείνη υπάκουσε και ξάπλωσε στη μεγάλη δερμάτινη σκαλιστή πολυθρόνα.
«Φοβάμαι…» ψέλλισε πάλι, αλλά ούτε η ίδια δεν άκουσε τα λόγια της.
«Θα μου επιτρέψεις να σου μιλάω στον ενικό» της, είπε ο ερευνητής.
Εκείνη, κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της.
«Θα προσπαθήσω να σε επαναφέρω στο παρελθόν σου, θα προσπα-θήσω να βρω την αιτία των ονείρων σου, όταν όμως σου πω ένα, δύο, τρία, ξύπνα, εσύ μαλακά και ήρεμα σα να μη συνέβη τίποτα, θα επανέλθεις».
Λέγοντάς της αυτά τα λόγια, ο ερευνητής την κοίταξε βαθιά στα μάτια λέγοντάς της συγχρόνως:
«Κοιμήσου, κοιμήσου, νυστάζεις πολύ. Είσαι απόλυτα ήρεμη και θέλεις να κοιμηθείς».
Τα βλέφαρά της απότομα βάρυναν, ένιωσε να βουλιάζει το κορμί της όλο στη δερμάτινη πολυθρόνα, να γίνεται ένα με αυτήν, ένιωσε να γίνεται αέρινη, σα να
μην είχε χέρια, πόδια, κεφάλι, σα να μην είχε τίποτα…
Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βρέθηκε να είναι εντελώς χαλαρωμένη και απόλυτα ήρεμη. Αυτό κράτησε για λίγο.
Αμέσως μετά, ο ερευνητής άρχισε να τη ρωτάει τι αισθάνεται και πού βρίσκεται.
Η Φλώρα άρχισε να ταράζεται, να κινεί το κορμί της δεξιά κι αριστερά ανήσυχα.
Η Μαρίνα, που όλη αυτή την ώρα έμενε σιωπηλή, φοβήθηκε κι έκανε να σηκωθεί να πάει προς το μέρος της, όμως ο
ερευνητής την εμπόδισε, λέγοντάς της πως η οποιαδήποτε άσκοπη κίνηση μπορούσε να αποβεί «μοιραία» για τις προσπάθειές τους.
Οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα της ήταν ακατάληπτες ή τουλάχιστον έτσι φάνηκαν στην αρχή.
Μιλούσε μια ξένη γλώσσα, μιλούσε ιταλικά.
Ο ερευνητής συνέχιζε να τη ρωτάει τι της συμβαίνει, πού βρίσκεται στα ιταλικά. Η προφορά της ήταν βαριά αλλά το καλό ήταν πως ο ερευνητής γνώριζε αυτή τη γλώσσα.
Οι απαντήσεις της ήταν κοφτές, γρήγορες, έδειχνε να έχει πρόβλημα πραγματικό. Σε κάποια στιγμή εντελώς ξαφνικά, άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπάει με δύναμη τα πόδια της πάνω στην πολυθρόνα. Δευτερόλεπτα μετά, έβαλε τα κλάματα. Ο ερευνητής θεώρησε πως έπρεπε να την επαναφέρει στην πραγματικότητα.
«Ένα, δύο, τρία, τώρα θα ξυπνήσεις σιγά-σιγά, μαλακά. Έλα…».
Τα λόγια του ερευνητή, λες και την έβγαλαν από ένα βαθύ και ταραγμένο ύπνο. Το όνειρό της το είχε ξαναζήσει, κι αυτή τη φορά με την παρουσία των άλλων.
Άνοιξε τα μάτια κοίταξε γύρω της, είδε τη φίλη της να της χαμογελάει και τον ερευνητή να σκύβει με ενδιαφέρον επάνω της.
«Τι έγινε; Πώς τα πήγα;»
«Εσύ θα μας πεις. Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε ο ερευνητής.
«Κουρασμένη νιώθω, πολύ κουρασμένη. Αλλά πέστε μου, σας παρακαλώ, τι μου συνέβη, θέλω να μάθω, πρέπει να μάθω».
«Σιγά, σιγά, θα σου πω. Όλα θα σας τα πω και κοίταξε τη Μαρίνα, που έκπληκτη όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε τα δρώμενα».
«Αλλά πρώτα απ’ όλα θα σας προσφέρω από ένα φλιτζάνι καφέ» και λέγοντας αυτά, κάλεσε την ηλικιωμένη και της ζήτησε να φέρει καφέ για τις δυο γυναίκες.
Σε λίγο, η πόρτα άνοιξε και η ηλικιωμένη γυναίκα έφερε ένα δίσκο με τρεις καφέδες. Χωρίς να πει την παραμικρή λέξη άφησε το δίσκο πάνω στο τραπεζάκι και σερβίρισε τις δυο κυρίες.
Ο ερευνητής, κατόπιν, της ζήτησε να τους αφήσει μόνους και να μην τους ενοχλήσει κανείς ούτε και στο τηλέφωνο, γιατί είχε μια πολύ σοβαρή συζήτηση με τις κυρίες.
Σαν έκλεισε η πόρτα στο γραφείο, γύρισε και κοίταξε τις δυο γυναίκες με πολλή σοβαρότητα.
«Θα μας πείτε τι συμβαίνει;» ρώτησε αυτή τη φορά η Μαρίνα με φανερή ανυπομονησία στη φωνή.
Ο ερευνητής, λες και ήθελε να παρατείνει την αγωνία τους, χαμογέλασε στις δυο γυναίκες λέγοντάς τους:
«Θα σας εξηγήσω, μην αγωνιάτε».
Τα λεπτά άρχισαν να μοιάζουν ώρες στα μάτια τους.
Η Φλώρα, φανερά εκνευρισμένη από την αναμονή των στιγμών, σηκώθηκε απότομα από την πολυθρόνα και πήγε ώς το παράθυρο. Ο ερευνητής την πλησίασε και, αφού την άγγιξε ελαφρά στον ώμο, της έκανε νεύμα να καθίσει. Εκείνη, υπάκουσε και κάθισε ξανά.
«Δεν αντέχω άλλο να περιμένω. Σας παρακαλώ, πείτε μου τι μου συμβαίνει».
Ο ερευνητής χαμογέλασε και αμέσως μετά, φάνηκε ιδιαίτερα σοβαρός.
«Κατ’ αρχάς πες μου, είχες ποτέ κάποιες ενδείξεις πως μπορείς να μαντεύσεις πράγματα μέσα στην καθημερινότητά σου για σένα ή τους άλλους γύρω σου;»
«Να μαντεύω;» η φωνή της ακούστηκε παραξενεμένη. «Δεν έδωσα ποτέ σημασία, δεν το πρόσεξα αυτό ουδέποτε. Βέβαια, τώρα που το σκέπτομαι, υπήρξαν κάποια γεγονότα που έμοιαζαν σαν να τα είχα προαισθανθεί. Αλλά και πάλι δεν έδωσα σημασία, τα θεώρησα, ώς ένα σημείο, αναμενόμενα».
«Μπορείς να μου αναφέρεις κάποια απ’ αυτά;» επέμεινε ο ερευνητής.
«Να, ο χωρισμός από τον άντρα μου, ο θάνατος του πατέρα μου, αλλά και μερικά πιο ασήμαντα, όπως να σκεφτώ κάποιον και αμέσως μετά να χτυπήσει το τηλέφωνο και να είναι στην άλλη γραμμή. Αλλά γιατί; Τι σχέση μπορούν να έχουν όλα αυτά με τα όνειρά μου;»
Ο ερευνητής την κοίταξε προσεκτικά και χωρίς να απαντήσει στην προηγούμενή της ερώτηση, της είπε:
«Έχεις πάει στην Ιταλία ποτέ; Γνωρίζεις τη γλώσσα έστω;»
«Στην Ιταλία; Τι μου λέτε τώρα; Ούτε την Ελλάδα δε γνωρίζω καλά-καλά. Όσο για τη γλώσσα, η αλήθεια είναι πως μ’ αρέσει πολύ, αλλά δυστυχώς δεν γνωρίζω ούτε λέξη της».
«Τότε θα ασχολείσαι με τη μεταφυσική, θα διαβάζεις ίσως βιβλία μεταφυ-σικής».
«Αστεία μού λέτε τώρα; Η δουλειά, τα προβλήματα, πού ο χρόνος! Αφήστε που δεν τα πολυπιστεύω αυτά».
«Μα, Φλώρα, σε άκουσα καθαρά να μιλάς ιταλικά πριν λίγο» της είπε κατάπληκτη η Μαρίνα.
Το πρόσωπο της Φλώρας έγινε όλο μια μάσκα απορίας και έκπληξης μαζί.
«Μια στιγμή, τι μου λέτε τώρα; Εγώ πριν λίγο μιλούσα ιταλικά; Είμαι που είμαι ένα βήμα πριν την τρέλα, πάτε να με αποτελειώσετε σήμερα;»
Ο ερευνητής θεώρησε σωστό να επέμβει σ’ αυτή τη συζήτηση μεταξύ των δύο γυναικών.
«Ηρέμησε, κυρία μου, ηρέμησε. Γι’ αυτό είστε σήμερα εδώ, να σου εξηγήσω κάποια πράγματα. Λοιπόν, άκουσε πώς έχουν τα πράγματα. Σε κάποια προηγούμε-
νη ζωή σου, το όνομα που είχες ήταν Φερμίνα Παουλίνι.
Ζούσες στη Φλωρεντία, τον δέκατο πέμπτο αιώνα και ο πατέρας σου, ήταν ο δούκας Τζιάκομο Παουλίνι της Φλωρεντίας. Ήσουν το μοναδικό του παιδί, το οποίο και υπεραγαπούσε».
Η Φλώρα, κάτι προσπάθησε να πει αλλά ο ερευνητής δεν της άφησε το περιθώριο.
«Μη με διακόπτεις, σε παρακαλώ! Λοιπόν συνεχίζω… Ο πατέρας σου ήταν δυστυχώς πολύ σκληρός με τους υποτακτικούς του και έβαζε υπέρογκους φόρους στους ντόπιους. Όμως ο πατέρας σου, ήταν και μάγος.
Είχε διδαχθεί τη μαγεία από τη μητέρα του, τη γιαγιά σου τη Φερμίνα-Αγγέλικα. Με τη σειρά του, σου δίδαξε όλα τα μυστικά που ο ίδιος κατείχε, άλλωστε δεν κουράστηκε καθόλου σ’ αυτό, είχες το χάρισμα, κοινό χαρακτηριστικό της οικογένειάς σας. Στις κουβέντες σου προηγουμένως, μιλούσες για τη γιαγιά σου τη Φερμίνα-Αγγέλικα με περισσή αγάπη, λέγοντας πως ήταν μια από τις μεγαλύτερες μάγισσες της εποχής της.
»Ο πατέρας σου, λοιπόν, ήταν πολύ σκληρός άνθρωπος με τον κόσμο, εξασκούσε παράλληλα και τη μαγεία, έτσι ο κόσμος ξεσηκώθηκε εναντίον της οικογένειάς σας. Κάποια στιγμή, κατάφεραν να εισβάλουν στον πύργο σας αφού εξουδετέρωσαν τη φρουρά, βασάνισαν και σκότωσαν τον πατέρα σου. Για τη μητέρα σου δε μου είπες κάτι, οπότε δεν γνωρίζω να σου πω για εκείνη. Εσένα, σε μετέφεραν έξω να σε κάψουν ζωντανή. Προηγουμένως, μου εξιστόρησες τα γεγονότα λεπτό το λεπτό.
»Ακριβώς την ώρα που ετοιμάζονταν να σε κάψουν στην πυρά, εκείνη τη στιγμή εσύ ούρλιαζες και αντιστεκόσουν χτυπώντας τα πόδια σου με δύναμη. Εγώ φοβήθηκα και αναγκάστηκα να σε επαναφέρω. Το πρόβλημά σου είναι πως η ψυχή σου δεν έχει ακόμα εξοικειωθεί με τη στιγμή του θανάτου και με τη μετάβασή της σε μια άλλη κατάσταση. Είναι αυτή η υπέρβαση που δυστυχώς κανείς μας δε μπορεί να την κατανοήσει όσο ζει».
«Δηλαδή, για να καταλάβω, μου λέτε πως τα όνειρα που με βασανίζουν εδώ και καιρό είναι απεικονίσεις μιας προηγούμενης ζωής μου;
Μου φαίνεται περίεργο εντελώς και αδυνατώ να το πιστέψω. Μαρίνα, εσύ τι λες για όλα αυτά;» ρώτησε τη φίλη της.
«Εγώ, Φλώρα μου, πιστεύω τα ίδια μου τα αυτιά. Πριν λίγο, αυτά τα αυτιά σε άκουσαν να μιλάς ιταλικά. Αφού δεν τα γνωρίζεις, πώς τα μιλούσες; Εξάλλου έχω ακούσει πως μέσα από τον υπνωτισμό μπορείς να βιώσεις τις προηγούμενες ζωές σου...».
Η Φλώρα γύρισε προς τον ερευνητή και τον ρώτησε:
«Δηλαδή πόσες ζωές μπορώ να έχω ζήσει;».
«Αυτό δε μπορώ να στο απαντήσω τώρα. Συνήθως με τον υπνωτισμό έρχεται στην επιφάνεια η ζωή εκείνη που ο θάνατός της ήταν ο πιο βίαιος».
«Ναι, αλλά γιατί κάθε βράδυ βασανίζομαι από το ίδιο όνειρο;»
«Είναι απλό. Όπως σου προείπα, θα πρέπει με υπνωτισμό να βιώσεις ξανά τη στιγμή του θανάτου σου. Μόνον έτσι η ψυχή θα πάψει να φοβάται και γαληνεύοντας θα ταξιδέψει ήσυχη πια, στο πέλαγος των εμπειριών τής τωρινής σου ζωής. Όμως ο υπνωτισμός, δεν μπορεί να γίνει σήμερα. Εάν με εμπιστεύεσαι και είσαι αποφασισμένη να ελευθερωθείς από τα δεσμά σου, θα πρέπει να βιώσεις ξανά τη δοκιμασία του υπνωτισμού.
Πρέπει να καταφέρουμε να φτάσουμε ακριβώς στη στιγμή του θανάτου σου, κι αυτό εξαρτάται μόνο από σένα. Από τις δικές σου αντιδράσεις στη διάρκεια του υπνωτισμού».
«Και πότε μπορεί να συμβεί αυτό; Να με υπνωτίσετε εννοώ…» ρώτησε αποφασιστικά η Φλώρα.
«Και αύριο, αν θέλεις, μπορούμε να το κάνουμε».
Η Φλώρα κοίταξε τη φίλη της και σαν να ήταν συνεννοημένες από πριν, απάντησαν συγχρόνως.
«Ναι, αύριο είναι ό,τι πρέπει».
Ο ερευνητής τότε της είπε ότι θα έπρεπε να προσπαθήσει να κοιμηθεί όσο μπορεί καλύτερα, να είναι ξεκούραστη για την αυριανή μέρα, που θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη γι’ αυτήν.
Η Φλώρα και η φίλη της σηκώθηκαν. Η Φλώρα έβγαλε χρήματα από την τσάντα της για να πληρώσει, όμως ο ερευνητής αρνήθηκε να τα πάρει λέγοντάς της:
«Αύριο, θα με πληρώσεις αύριο μετά το εγχείρημα».
Το βράδυ εκείνο, η Φλώρα και η φίλη της καθισμένες στο σαλόνι της δεύτερης, προσπαθούσαν να ταξινομήσουν όλα όσα είχαν βιώσει το απόγευμα εκείνο. Όμως η κούραση τις είχε καταβάλει κι έτσι η φίλη της, της πρότεινε να μη μείνει μόνη της αλλά να περάσει τη νύχτα της εκεί. Η Μαρίνα δε θα πήγαινε για δουλειά την επομένη. Η Φλώρα δέχτηκε με φανερή ανακούφιση την πρόσκληση της Μαρίνας, περισσότερο γιατί φοβόταν να μείνει μόνη με το όνειρό της, παρά γιατί βαριόταν να πάει ως το σπίτι της.
c

Το επόμενο απόγευμα γύρω στις επτά, χτυπούσαν το κουδούνι του ερευνη-τή. Ήταν και οι δύο φανερά αμήχανες και πολύ φοβισμένες. Όμως ειδικά η Φλώρα δε σκέφτηκε ούτε μια στιγμή να κάνει πίσω. Τώρα έπρεπε να δώσει ένα τέλος στον εφιάλτη της με όποιο τρόπο και με όποιο κόστος το κατάφερνε αυτό.
Ο ερευνητής, τους άνοιξε ο ίδιος αυτή τη φορά την πόρτα.
«Καλησπέρα. Σας περίμενα, περάστε».
Τις οδήγησε στο γραφείο λέγοντας στη Μαρίνα πως ό,τι δει και ακούσει απόψε, να προσπαθήσει να μείνει ψύχραιμη και σιωπηλή.
 «Με ενδιαφέρει προσωπικά  η υπόθεσή σου, άλλωστε δεν είναι και λίγο να υπνωτίζει κάποιος μια συνάδελφο», είπε, και χαμογέλασε κοιτώντας ήρεμα τη Φλώρα.
Ο χώρος ήταν απόψε διακριτικά φωτισμένος. Πάνω στο μικρό τραπεζάκι, μπροστά από το γραφείο, υπήρχαν τρία λευκά κεριά αναμμένα. Η ατμόσφαιρα ήταν, θαρρείς, μυστηριακά επιβλητική και η Φλώρα, ένιωσε άθελά της μια ανατριχίλα να της συνταράζει το κορμί. Ο φόβος άρχισε να την κυριεύει, και το δέος που ένιωσε, την έκανε να θέλει να το βάλει στα πόδια. Αλλά ήταν πια πολύ αργά, δεν μπορούσε και δεν ήθελε κατά βάθος να κάνει πίσω.
Η φωνή του ερευνητή, την απέσπασε προς στιγμή από τις σκέψεις της:
«Πρέπει να ξεκινήσουμε» υποδεικνύοντάς της την ίδια δερμάτινη σκαλι-στή πολυθρόνα που είχε καθίσει την προηγούμενη μέρα.
Εκείνη, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, κάθισε, προσπαθώντας έτσι να ηρεμήσει τα θεριά που είχαν ξεσηκωθεί μέσα της.
Ο ερευνητής τής είπε με σοβαρή φωνή:
«Πρέπει να χαλαρώσεις, διαφορετικά δε θα έχουμε αποτέλεσμα.
Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά, και συ θα πάψεις να βασανίζεσαι οριστικά από τον εφιάλτη σου. Λοιπόν είσαι έτοιμη;».
«Ναι, πιο έτοιμη δεν γίνεται…» του απάντησε βάζοντας όση περισσότερη αυτοπεποίθηση μπορούσε στη φωνή της.
Η φίλη της, καθόταν σε μια άλλη βελούδινη πολυθρόνα πιο κει και παρακολουθούσε ό,τι γινόταν με έκδηλη την περιέργεια στο πρόσωπό της.
Ο ερευνητής τής είπε να τον κοιτάξει βαθιά στα μάτια. Η διαδικασία ήταν ίδια με τη χθεσινή. Η Φλώρα μέσα σε λίγα λεπτά έφθασε σε βαθιά χαλάρωση, ένα εί-
δος ύπνωσης.
Άρχισε να τη ρωτάει πάλι για το ποια είναι, πού βρίσκεται και όλα όσα τη ρώτησε και χθες στα ιταλικά. Η Φλώρα του είπε πάλι πώς λεγόταν, όλη την ίδια ιστορία με χθες και κατέληξε στη στιγμή που την τραβούσαν να την κάψουν.
«Πες μου, Φερμίνα, πώς νιώθεις για όλους αυτούς που σε βασανίζουν;»
«Τους μισώ, τους μισώ» φώναξε, έχοντας ένα τρομαχτικό ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη της. «Τους μισώ που σκότωσαν τον πατέρα μου, τους μισώ που θέλουν να σκοτώσουν κι εμένα. Αλλά θα τους εκδικηθώ. Μια μέρα θα τους εκδικηθώ ακόμα και πέρα από το θάνατό μου. Θα τους καταστρέψω, το υπόσχομαι!»
Μετά από τα τελευταία της λόγια, η Φλώρα ξέσπασε πάλι σε γοερά κλάματα. Η ατμόσφαιρα όμως μέσα στο γραφείο είχε γίνει λίγο παράξενη. Η Μαρίνα, είχε ζαρώσει πάνω στην πολυθρόνα της και κοιτούσε πότε τη Φλώρα πότε τον ερευνητή με διάπλατα ανοιχτά μάτια.
Ο ερευνητής συνέχισε τις ερωτήσεις του προς τη Φλώρα, η δε Φλώρα, πότε μισοκλαίγοντας, πότε ουρλιάζοντας προσπαθούσε να τις απαντήσει.
Κάποια στιγμή, η Φλώρα έβγαλε ένα τρομαχτικό ουρλιαχτό και έπαψε να μιλάει. Την ίδια στιγμή, το δωμάτιο πλημμύρισε από μια περίεργη μυρωδιά, σα να
καιγόταν κάτι.
Ο ερευνητής έδειξε και ο ίδιος τρομαγμένος από το αποτέλεσμα της ύπνωσης.
Προσπαθώντας να φανεί δυνατός, άρχισε τη διαδικασία επαναφοράς της Φλώρας στην πραγματικότητα.
Εν τω μεταξύ η μυρωδιά του καμένου είχε αρχίσει να υποχωρεί, ενώ σε λίγα λεπτά, η Φλώρα, ξαναβρήκε τον εαυτό της ανοίγοντας τα μάτια της.
 Η Μαρίνα έτρεξε και την αγκάλιασε με στοργή.
«Τα κατάφερες, φιλενάδα, τα κατάφερες» της είπε με συγκίνηση.
Η ένταση και η κούραση ήταν καθαρά χαραγμένες στο πρόσωπο της Φλώρας. Ένα χαμόγελο όμως βαθύ και αληθινό ήταν αποτυπωμένο στα χείλη της.
«Πώς αισθάνεσαι;» τη ρώτησε ο ερευνητής.
«Νιώθω παράξενα ήρεμη, σαν να έφυγε ένα μεγάλο φορτίο από μέσα μου, σαν ένα κενό να έχει δημιουργηθεί εκεί. Αλλά, πέστε μου, τι συνέβη; Ελευθερώθηκα από τον εφιάλτη μου; Τα κατάφερα σήμερα;»
«Ναι, τα κατάφερες, Φλώρα. Νομίζω είχαμε επιτυχία σήμερα στην προσπάθειά μας. Η ψυχή σου κατάφερε να απαγκιστρωθεί από τον θάνατο τον βίαιο του σώματος και είναι πια έτοιμη να συνεχίσει την περιπλάνησή της μέσω του τωρινού σώματός σου, μέχρι την ολοκλήρωσή της. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά μια επόμενη αρχή μέσα στην αέναη διαδικασία της ανακύκλωσης και του μυστηρίου της ζωής».
Το χαμόγελο της χαράς είχε για τα καλά ζωγραφιστεί στο πρόσωπο της Φλώρας. Καταλάβαινε απόλυτα τα λεγόμενα του ερευνητή, ξέροντας πια βαθιά μέσα της πως δεν μπορούσε να φοβάται τον θάνατο, ο οποίος είναι η πόρτα για τη μετάβαση της ψυχής σε ένα άλλο σώμα, σε μια άλλη κατάσταση ζωής.
Έβγαλε να πληρώσει. Ο ερευνητής και πάλι αρνήθηκε αλλά πιο κατηγορηματικά αυτή τη φορά. Πήγε να του πει κάτι, αλλά εκείνος της έκοψε τη φόρα, λέγοντάς της:
«Αγαπητή μου κυρία, η περίπτωσή σου ήταν άκρως ενδιαφέρουσα. Με βοήθησε αρκετά. Δεν μπορώ να πάρω από σένα χρήματα. Ίσως να με χρειασθείς άλλη φορά και τότε, ναι, θα το κάνω επ’ αμοιβή».
Έπειτα, χαμογελώντας καλοσυνάτα, της άπλωσε το χέρι λέγοντάς της:
«Απόψε διαπιστώσαμε και οι τρεις πως “ΕΑΛΩ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ” και είναι πολύ σημαντικό αυτό τελικά, πολύ σημαντικό!».
Η Φλώρα του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με χαμόγελο, λέγοντας:
«Ναι, ΕΑΛΩ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, ΕΑΛΩ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ…».__

                                                                  c 




Θα είναι πάντα όμορφα εκείνα τα παραμύθια που θα μου θυμίζουν ότι κάποτε, υπήρξα παιδί… © Αρετή Γκι

http://sielassona.blogspot.com

http://sielasona.blogspot.com