Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

ΧΑΘΗΚΑΜΕ

            Τρέχω να προλάβω το τρόλεϊ.
Έχει σουρουπώσει και τα μαγα­ζιά ετοιμάζονται να κλείσουν.
Η μετά τη δουλειά βόλτα μου στο κέντρο, έχει πάρει τέλος.
Πήρα της Ισμήνης τα cd που μου  ζήτησε, αγό­ρασα ένα καινούριο ά­ρωμα και ετοίμαζα την επι­στροφή μου στο σπίτι. Με πε­ρίμενε η μικρή, να πάμε για πί­τσα. Της το είχα υποσχεθεί.


Τρώμε τόσο σπάνια μαζί…
Ακούω μια φωνή γνώριμη να με καλεί, φωνή απ’ τα παλιά.
-Έλλη;
Γυρίζω στο άκουσμα του ονόμα­τός μου και σα­στίζω…
-Θάνο;
Είναι εκείνος. Εκείνος μετά από είκοσι ολόκλη­ρα χρόνια.
Πρώτη κίνηση, αυτόματη, να διορθώσω τα μαλ­λιά μου.
Πώς να φαίνομαι άραγε στα μά­τια του μετά από είκοσι χρόνια;
Με πιάνει αδιόρατος φόβος.
Σα να διαβάζει τις πιο μύχιες σκέψεις μου με βγάζει απ’ το προσωρινό αδιέξοδο.
-Δεν άλλαξες καθόλου Έλλη!
Χαμογελάω αμήχανα και αντα­ποδίδω τη φιλο­φρόνηση.
-Μα και συ Θάνο, όπως ήσουν, δεν άλλαξες…
Έλεγα βέβαια ψέματα, γιατί και εμφανή ίχνη φαλάκρας είχε, ενώ το αρρενω­πό του παράστη­μα είχε αντικατασταθεί από ένα σώμα πλαδαρό και ξεκάθαρα κου­ρασμένο.
Ο έρωτας που ζήσαμε εκείνη την εποχή, ή­ταν παραπάνω από τους συνηθισμένους.
Έτσι ήθελα να πιστεύω τότε και μαζί με μένα, έ­δειχνε να το πι­στεύει κι αυτός.
Και λέω έδειχνε γιατί, τα γεγο­νότα που ακολού­θησαν, απέδει­ξαν πως ο έρωτας αυτός τελικά, δεν ήταν καθόλου μα καθόλου μεγάλος.
Μικρός και ασήμαντος ήταν!
-Χαθήκαμε, μου λέει χαμογελώ­ντας ψεύτικα.
-Ναι, χαθήκαμε, του απα­ντώ χα­μογελώντας του ψεύτικα κι εγώ με τη σειρά μου.
«Γιατί άραγε;» Αναρωτιέμαι μυ­στικά.
Σχεδόν είχα διαγράψει από το βαθύτερο εγώ μου την αιτία της απομάκρυνσής μας.
Γεγονός που είχε από πολλά χρόνια πριν πάψει να με απασχο­λεί.
Αλλά κι εκείνος σίγουρα δεν κα­λοθυμάται τα γε­γονότα τα οποία έ­τρεξαν εκείνη την εποχή στις ζωές μας.
Η επίσημη γνωριμία μας έγινε στο καφέ του Αρ­γύρη.
Εκεί μαζευόμαστε η παρέα μετά το μάθημα στο Πανεπιστήμιο.
Ήμουν πρωτοετής κι εκείνος στο πτυχίο. Ο καφές που άτσαλα ε­κτόξευσε στο και­νούριο μου τζιν, ήταν η κύρια αιτία της γνωριμί­ας μας.
Τον είχε πάρει το μάτι μου μερι­κές φορές να φλερτάρει με την Όλγα, μια κοκκινομάλλα, τρι­τοετή της Νομικής. Μου άρεσε το ύφος του, τα μάτια του, το χαμόγελό του.
Όλα σχεδόν μου άρεσαν επάνω του, μα περισσότερο μου άρεσε το τσουλούφι του, που άτακτα έπεφτε στο πλάι κι εκείνος, με μια κίνηση του κεφαλιού, το έ­σπρωχνε προς τα πίσω με χάρη.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, μου ζήτησε να με αποζημιώσει με μια βόλτα, δέχτηκα με ένα τρελό καρδιοχτύπι.
-Έψαχνα καιρό να σε βρω, αλλά οι δικοί σου μου έλεγαν πως έ­φυγες για τη Πράγα, κόβοντας έτσι κάθε γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσά μας…
-Πες μου, ακόμα μου κρατάς θυμό για την επιπολαι­ότητά μου;
Η επιπολαιότητά του ήταν η Όλ­γα, η τριτοετής κοκκινομάλλα.
Είχανε σχέση, που ποτέ σε μένα δεν παραδέχτη­κε. Όταν τους βρήκα μαζί στο μικρό δωμάτιό του, χάθηκε ο κόσμος κάτω από τα πόδια μου. Όσο κι αν προ­σπάθησε να μου εξηγήσει, στά­θη­κα αμετάπειστη. Σε λίγους μή­νες πήρα το πτυχίο και πήγα για με-ταπτυχιακά στην Πράγα, εκεί εί­χα κάποιους συγγενείς και δεν θα αντιμετώπιζα ιδιαίτερο πρό­βλημα κατά τη διαμονή μου.
-Του έρωτα κακία δε κρατάμε, του αποκρίνομαι χαμογελαστά.
Ο καιρός που μεσολάβησε, η αλ­λαγή περι­βάλλοντος, τα νέα πρόσωπα που μπήκαν στη ζωή μου, το ίδιο το πείσμα μου να τον ξεπεράσω και να συνεχίσω, με απομάκρυναν οριστικά από τις σκέψεις μου για κείνον.
Ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ στη ζωή μου. Τέ­λειωσα το μεταπτυ­χιακό και επέστρεψα στην Ελ­λάδα.
Άνοιξα δικό μου γραφείο, και κάπου σε αυτό το σημείο της ζωής μου γνώρισα τον Άρη.
Ο κόσμος γύρω μας βιαστικός τρέχει, μας σπρώχνει.
Εκείνος αρχίζει να ξαναθυμάται το παρελθόν «μας» και μου λέει πως με σκεφτόταν πολύ τελευταία, πως έψαχνε να με βρει αλλά δεν τα κατάφερε και να η ζωή που με έφερε στο δρόμο του…
Κοιτάζω με αμηχανία το ρολόι.
Το παρατηρεί και με ρωτάει:
-Σε περιμένουν;
Σα να θέλει να ρωτήσει για τη ζωή μου, για όσα δε γνωρίζει και θέλει να τα μάθει.
-Ναι, έχω υποσχεθεί στη κόρη μου να πάμε για πίτσα και αν θέλω να προλάβω πρέπει να βιαστώ.
-Παντρεύτηκες λοιπόν, λέει μέσα από τα δόντια του, σα να μονο­λογεί.
-Παντρεύτηκα και χώρισα. Εσύ;
Ρωτάω, έτσι για να ρωτήσω, να μη φανώ αγενής ως προς τη ζωή του.
-Κι εγώ παντρεύτηκα με την Όλ­γα, έμεινε έγκυ­ος, κατάλαβαίνεις τώρα, λέει κουνώντας το κεφά­λι.
Ναι καταλάβαινα!
-Λοιπόν χάρηκα, του λέω απλώ­νοντάς του το χέρι.
-Κι εγώ, να τα ξαναπούμε, να πάμε για καφέ να θυμηθούμε τα παλιά.
Τα παλιά… Ποια παλιά; Σκέφτο­μαι αλλά δε του το λέω.
Μου γράφει σ’ ένα χαρτί το κι­νητό του.
Κουνάω το κεφάλι συγκαταβα­τικά κι απομακρύ­νομαι.
Στον πρώτο κάδο το ρίχνω μέσα δίχως καμία ενοχή!
Τον έρωτα και τον καιρό τελικά, κανείς δεν το γυρίζει πίσω


Θα είναι πάντα όμορφα εκείνα τα παραμύθια που θα μου θυμίζουν ότι κάποτε, υπήρξα παιδί… © Αρετή Γκι

http://sielassona.blogspot.com

http://sielasona.blogspot.com