Η ΣΚΑΛΑ
Ανέβηκε μετά δυσκολίας την πέτρινη σκάλα.
Ήταν στριφογυριστή κι αυτή η ανάβαση της απόψε, ένιωσε να τον κουράζει
υπερβολικά.
Όταν έφτασε έξω από το διαμέρισμά του,
στάθηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα, πριν βγάλει το κλειδί από την τσέπη του
παλτού του. Αυτή τη σκάλα, χρόνια τώρα, την ανεβοκατέβαινε χωρίς να νιώσει
αυτήν την ταραχή και την αδυναμία που ένιωθε απόψε.
Πριν μία ώρα έτρωγε το βραδινό του μαζί με
τον παιδικό του φίλο Μάξιμο, μια συνήθεια που τον τελευταίο καιρό, συχνά-πυκνά
επαναλαμβανότανε. Είχαν ένα μόνιμο μαγαζί που πήγαιναν για φαγητό και σχεδόν
πάντα, το φαγητό που παράγγελνε ήταν τυπικά το ίδιο.
Η όμορφη σερβιτόρα, τον γνώριζε πια με το
μικρό του όνομα, και του χαμογελούσε πλατιά, κυρίως, τη στιγμή που της έδινε ένα
διόλου ευκαταφρόνητο φιλοδώρημα.
W
Αφού πήρε μερικές αναπνοές, ξεκλείδωσε την εξώπορτα
του διαμερίσματος, και χωρίς καν ακόμα να ανάψει το φως, προχώρησε στον
διάδρομο που έβγαζε στο σαλόνι. Εκεί, πάτησε το μικρό κουμπί από το απλικέ πορτατίφ
στον τοίχο, και χωρίς καν να βγάλει το επανωφόρι του, σωριάστηκε κυριολεκτικά
στην πολυθρόνα πλάι στο τζάκι. Ένιωθε υπερβολικά κουρασμένος απόψε χωρίς να
γνωρίζει πού οφειλότανε αυτή η κούρασή του.
Με αργές κινήσεις, ξανασηκώθηκε, έβγαλε το παλτό
του και προσπάθησε να ανάψει το τζάκι. Το σπίτι τού φάνηκε υπερβολικά κρύο και η μόνη του
επιθυμία αυτήν τη στιγμή, ήταν να ζεσταθεί.
Όταν τέλειωσε με το τζάκι, προχώρησε στο
ξύλινο τραπεζάκι που φιλοξε-νούσε τα ποτά, και ανοίγοντας το μπουκάλι με το
κόκκινο κρασί, έβαλε μερικές σταγόνες στο ποτήρι που βρήκε εκεί. Το κρασί,
σίγουρα θα τον ζέσταινε ενώ παράλληλα, θα του δημιουργούσε ίσως ένα αίσθημα
ευφορίας. Πιο πριν στο ρεστοράν που γευμάτισε, ήπιε επίσης ένα ποτήρι κόκκινο
κρασί, που ταίριαζε απόλυτα με το πιάτο που είχε παραγγείλει, μοσχαράκι μπουργκινιόν,
αλλά δεν ένιωσε όπως άλλες φορές να του φτιάχνει τη διάθεση.
Ίσως
λοιπόν τώρα, μερικές ρουφηξιές να συμπλήρωναν την ευφορία του και να έκαναν
το θαύμα τους.
Με ανακούφιση περισσή και με το ποτήρι
στο χέρι, σωριάστηκε στη δερμάτινη πολυθρόνα. Η ζωή του τα είχε φέρει καλά όλα
ή σχεδόν όλα. Είχε καταφέρει να φτάσει ψηλά στην εργασία του να δημιουργήσει
κάποια περιουσία να έχει μια καλή σύνταξη τώρα στα γεράματά του. Το μόνο που
δεν κατάφερε να δημιουργήσει ήταν οικογένεια κι αυτό, ήταν το αγκάθι το μεγάλο
της ζωής του και τώρα στα 72 του χρόνια, ή σκέψη αυτή τον βάραινε και τον τυραννούσε
πολλές φορές.
Arthur Hughes 1865 - 1867 |
Η ματιά του, κάνοντας αυτές τις σκέψεις,
έπεσε στη μικρό γυάλινη κορνίζα με τη φωτογραφία της Έλενας, πού με ευλάβεια,
την είχε ακουμπήσει πάνω στο τζάκι και δεν επέτρεπε σε κανέναν να την αγγίξει.
Η σκέψη του, περιπλανήθηκε σ’ εκείνη. Θυμήθηκε
εκείνο το μακρινό καλοκαίρι, που είχαν γίνει αχώριστοι και που ο έρωτάς τούς
είχε πληγώσει βαθιά την ψυχή.
Ήταν φοιτητής τότε, και η Έλενα συμφοιτήτριά
του σε άλλο τμήμα της σχολής. Γνωρίστηκαν στη βιβλιοθήκη, όταν ψάχνοντας για
θέση, πήγε και κάθισε στο ίδιο τραπέζι μαζί της. Η συμπάθεια στην αρχή της γνωριμίας τους και
κατόπιν η έλξη που ένιωσε ο ένας για τον άλλο, τους έφεραν κοντά.
Ο
έρωτας που τους ένωσε, κράτησε γύρω στα πέντε ολόκληρα χρόνια. Τέλειωσαν τη
σχολή, ο Αντύπας στρατό, τακτοποιήθηκαν σε καλές δουλειές, εκείνος στην τράπεζα
και η Έλενα στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα της.
Τότε
ήταν που αποφάσισαν να συγκατοικήσουν και να παντρευτούν λίγο αργότερα. Οι
γονείς του, όπως και οι δικοί της γονείς, δεν έφεραν αντιρρήσεις γι’ αυτήν τη
συμβίωση. Μετά τόσα χρόνια σχέσης, ήταν φυσικό και αναμενόμενο πως θα συμβεί
αυτό.
W
Η καθημερινότητά τους, κυλούσε όμορφα
κάνοντας σχέδια για το μέλλον.
Αυτό,
μέχρι που η Έλενα έμεινε έγκυος. Σκέφτηκαν τότε να επισπεύσουν τον γάμο τους,
πριν προχωρήσει η εγκυμοσύνη περισσότερο.
Οι
επιπλοκές όμως στην εγκυμοσύνη, άρχισαν πολύ νωρίς για την Έλενα. Σε
επισκέψεις στον γιατρό που την παρακολουθούσε, η κατάστασή της, κρίθηκε δύσκολη
κι έτσι αποφασίστηκε μετ’ επιτακτικότητας από τη μεριά του γιατρού, η απομάκρυνση
της από το γραφείο και η οποιαδήποτε ενασχόλησή της ακόμα και με τα
καθημερινά.
-Δεν θα κάνεις το παραμικρό, θα μένεις
όλη μέρα στο κρεβάτι και για όλα θα φροντίζουμε εμείς, εννοώντας τον εαυτό
του, τους γονείς της, κυρίως την μητέρα της αλλά και την κυρία Αντιγόνη, που
την έφερε να μένει συνέχεια στο σπίτι να φροντίζει για την καθαριότητα, τα
ψώνια και το μαγείρεμα.
Η Έλενα γκρίνιαζε συνεχώς, και είχε παραμελήσει
τελείως τον εαυτό της.
Εκείνον
όμως, καθόλου δεν τον ενοχλούσε η τωρινή της εικόνα, μόνο που περίμενε πως και
πως, τον ερχομό του μωρού τους και την Έλενα να νιώσει πάλι δυνατή και
ανεξάρτητη. Φυσικά, με όλη αυτήν την κατάσταση που επικρατούσε, ούτε λόγος πια
για γάμο. Τον μετέθεσαν για αργότερα, μετά τη γέννα.
W
Το τηλεφώνημα ήρθε την ώρα που ήταν
στη δουλειά του. Ο πεθερός του τον ενημέρωσε με ταραχή παραπανίσια, πως είχαν
μεταφέρει την Έλενα στο νοσοκομείο. Βρήκε μια στιγμή που έμεινε μόνη στο σπίτι
και βγήκε να περπατήσει λίγο.
Πόση
ώρα κράτησε ο περίπατός της άγνωστο, αφού η κυρία που φρόντιζε το σπίτι είχε
πάρει άδεια για λίγο να πάει ως την αδελφή της που ήταν άρρωστη κι έτσι η
Έλενα, είχε βρει την ευκαιρία να το «σκάσει»...
Η επιστροφή της στο σπίτι, της φάνηκε
ανυπόφορη, ίσως βέβαια να κουράστηκε από τον περίπατο που έκανε μιας και είχε
ξεμάθει τόσους μήνες τώρα, που είχε αναγκασθεί να παραμένει στο σπίτι, λόγω της
κατάστασής της.
Άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, την ίδια στριφογυριστή μαρμάρινη σκάλα, που πριν
κάποια ώρα είχε ανέβει απόψε κι εκείνος. Έκανε μια στάση στον πρώτο όροφο να
πάρει μιαν ανάσα, αλλά, ένιωσε τον κόσμο να γυρίζει γύρω της.
Ξανάρχισε
να ανεβαίνει προς τον δεύτερο όροφο που ήταν το διαμέρισμά τους, κι εκεί,
χάνοντας την ισορροπία της, μετά από μια δυνατή σκοτοδίνη που ένιωσε, σωριάστηκε
κάτω. Την βρήκαν πεσμένη οι ένοι-κοι του τρίτου ορόφου και συγκεκριμένα, ο
μικρός τους γιος, που ανεβοκατέβαινε τη σκάλα πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά. Αμέσως
ειδοποιήθηκε το ασθενοφόρο και οι γονείς της, που έμεναν τρία στενά πιο κάτω
στην ίδια γειτονιά.
Η κατάσταση της κρίθηκε πολύ επικίνδυνη
για τις επόμενες μέρες. Για το μωρό βέβαια ούτε λόγος, στάθηκε αδύνατον να το
σώσουν, έτσι, εκείνο που τους απασχολούσε τώρα, ήταν η Έλενα και το πως θα
καταφέρει να γίνει καλά, μιας και η συνεχιζόμενη αιμορραγία την είχε εξαντλήσει
τελείως. Στην κλινική, έκαναν ότι μπορούσαν καλύτερο, αλλά βελτίωση προς το
παρόν δεν υπήρχε. Ο Αντύπας, πήρε άδεια από την τράπεζα και ξημεροβραδιαζότανε
πλάι της. Το ίδιο και οι γονείς της, που κρατούσαν βάρδιες για να είναι κοντά
της.
Η Έλενα, όμως, από την ώρα που συνήλθε από τη
νάρκωση, παρέμενε σιωπηλή και κουνούσε μόνο το κεφάλι της σε ερωτήσεις των
γιατρών και των δικών της. Η απελπισία, είχε αρχίσει να διαφαίνεται στο πρόσωπό
της, ενώ τα δυο πράσινα μάτια της, είχαν γίνει θολά και αδρανή, σαν ένα
κομμάτι πράσινης λάσπης να τα είχε περιλούσει. Έμοιαζε σα να κοιτούσε κατευθείαν
στο κενό…
Εκείνο το βράδυ, καθισμένος στην καρέκλα
πλάι στο κρεβάτι της, εκείνη, άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το δικό του. Τον
κοίταξε κι εκείνος διέκρινε στο βλέμμα της μια ηρεμία παράξενη. Βεβιασμένα, ένα
χαμόγελο χαράκτηκε στα χείλη της και ήταν η πρώτη φορά, που χαμογελούσε από
τότε, από το συμβάν αυτό, που στοίχησε τη ζωή στο αγέννητο παιδί τους.
Της έσφιξε το χέρι με αγάπη και της ψιθύρισε
τρυφερά σκύβοντας κοντά στο πρόσωπό της και δίνοντάς της ένα τρυφερό φιλί στο
μάγουλο.
-Αγάπη μου…
Εκείνη, κούνησε τα χείλη της προσπαθώντας
να του πει κάτι, αλλά το μόνο που έβγαλε ήταν ένας παράξενος ήχος, έτσι του
φάνηκε εκείνου, ξανακλείνοντας και πάλι
τα μάτια της.
Ο Αντύπας, δεν κατάλαβε πως εκείνη τη στιγμή
η Έλενα, τον είχε αφήσει για πάντα.
Σηκώθηκε
από την θέση του και παύοντας να κρατά το χέρι της, βγήκε στο σαλόνι της
κλινικής, να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Δεν θα ’χε περάσει μισή ώρα, όταν μια
νοσοκόμα έτρεξε προς το μέρος του ταραγμένη.
-Ελάτε σας παρακαλώ, υπάρχει πρόβλημα…
-Τι, τι συμβαίνει; Τη ρώτησε, αλλά η νοσοκόμα,
ήδη είχε εξαφανιστεί στον διάδρομο.
Ο νους του εκείνη τη στιγμή, δεν πήγε στο
κακό… Φτάνοντας όμως έξω από την πόρτα του δωματίου, τον περίμενε ο γιατρός
υπηρεσίας, η προϊσταμένη του ορόφου μαζί με τη νοσοκόμα που τον είχε
ειδοποιήσει πριν λίγο.
-Δυστυχώς, δεν τα κατάφερε… άκουσε σαν σε
όνειρο να του λέει ο γιατρός, γιατί ήδη, βλέποντάς τους εκεί όλους αυτούς
μαζεμένους, κατάλαβε…
Έτρεξε πανικόβλητος μέσα στο δωμάτιο. Είχαν
βγάλει τους ορούς και την παροχή αίματος και την ετοίμαζαν για να την πάρουν.
Ούρλιαξε και όρμησε κατά πάνω τους, υποχρεώνοντάς τους να βγουν από τον
θάλαμο. Μετά, την αγκάλιασε και θρηνώντας γοερά, την αποχαιρέτησε για πάντα.
W
Αυτά όλα ξαναγύρισαν στο νου του απόψε
κρατώντας και κοιτώντας τη μικρή γυάλινη κορνίζα με τη χαμογελαστή φωτογραφία
της στο χέρι του.
Δεν
μπόρεσε ποτέ του να την ξεχάσει, τι κι αν πέρασαν γυναίκες πολλές από τη ζωή
του, δεν έμενε μαζί τους πάρα μόνο μερικές βραδιές και τίποτα άλλο. Έτσι, δεν
παντρεύτηκε ποτέ του και δεν απέκτησε τη ζωή που είχε φανταστεί πως θα έχει με
την Έλενα, μια οικογένεια και παιδιά.
W
Ήπιε μια γουλιά ακόμα από το κρασί
του. Η Έλενα, εξακολουθούσε να τον κοιτάζει χαμογελαστή μέσα από την φωτογραφία
της, όταν εκείνος άρχισε να της μιλά και να της παραπονιέται πως βιάστηκε να
τον αφήσει μόνο του. Ξαφνικά, ένιωσε τη φλόγα από το τζάκι να χαμηλώνει και μια
δυνατή ψύχρα κυριάρχησε στο χώρο ενώ παράλληλα, το φως στην απλίκα έγινε πιο
λιγοστό.
Ένα
δυνατό άρωμα πλημμύρησε το χώρο, το άρωμά της! Ξαφνιάστηκε, αλλά δεν έκανε
κάποια κίνηση να σηκωθεί από την θέση του και αφέθηκε σ’ αυτήν τη μαγεία της
στιγμής…
Έκλεισε τα μάτια του νιώθοντας ένα
παράξενο συναίσθημα, μια ηδονή παράξενη, ένιωσε να βυθίζεται το σώμα του και
να γίνεται ένα με τον μουντό χώρο του σαλονιού. Και τότε, την ένιωσε… Ένα απαλό
άγγιγμα στο χέρι του στην αρχή, ένα χάδι στη συνέχεια στο πρόσωπό του το
γεμάτο ρυτίδες…
-Έλενα, αγάπη μου, πρόφερε με χαμηλή
φωνή, ανοίγοντας τα μάτια του. Και τότε την είδε. Ολοζώντανη, χαμογελαστή, όπως
ήταν τότε που την γνώρισε στην βιβλιοθήκη, με το πράσινο καρό, κοντό φου-στανάκι
και το πράσινο μπερέ πάνω στα ξανθά της τα μαλλιά.
-Έλενα, πως… πως είσαι εδώ, πως…
Μπέρδευε
τα λόγια του, νόμιζε προς στιγμήν πως έβλεπε όνειρο, αλλά κοίταξε το ζαρωμένο
χέρι του που ακουμπισμένο στο μπράτσο της πολυθρόνας κρατούσε ακόμα τη
φωτογραφία της.
Εκείνη, εξακολουθούσε να στέκεται
μπροστά του χαμογελώντας και απλώνοντάς του το χέρι της. Ένιωσε το κάλεσμά της
έντονο αλλά δεν άκουσε να του μιλάει παρά μόνο να του χαμογελάει. Άπλωσε το χέρι
του και άγγιξε το δικό της χέρι. Ήταν απαλό, σαν να ακούμπησε μεταξωτό πανί.
-Έλενα, πάρε με μαζί σου, ψιθύρισε
τώρα πιο ήρεμος, από όλα όσα ζούσε.
Η
φωτιά στο τζάκι, σα να απάντησε στα λόγια του, στρίγκλισε πάνω στα κούτσου-ρα
και έσβησε εντελώς.
W
Η κυρία που φρόντιζε το σπίτι τώρα και
που πήγαινε κάθε πρωί στις επτά, έμεινε εμβρόντητη, βλέποντας τον κ. Αντύπα,
γερμένο πάνω στην πολυθρόνα του, με ένα τεράστιο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη
του και την μικρή γυάλινη κορνίζα με τη φωτογραφία της Έλενας, πεσμένη στο
πάτωμα, πλάι στην πολυθρόνα με το άψυχο σώμα του Αντύπα, σπασμένη σε χίλια
κομμάτια.