Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019


Η ΣΚΑΛΑ
Ανέβηκε μετά δυσκολίας την πέ­τρινη σκάλα. Ήταν στριφογυριστή κι αυτή η ανά­βαση της απόψε, ένιωσε να τον κου­ράζει υπερβολικά.



Όταν έφτασε έξω από το διαμέρι­σμά του, στάθηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα, πριν βγάλει το κλειδί από την τσέπη του παλτού του. Αυτή τη σκάλα, χρόνια τώρα, την ανεβο­κατέβαινε χωρίς να νιώσει αυτήν την ταραχή και την αδυ­ναμία που ένιωθε απόψε.
Πριν μία ώρα έτρωγε το βραδινό του μαζί με τον παιδικό του φίλο Μάξιμο, μια συ­νήθεια που τον τελευταίο καιρό, συ­χνά-πυκνά επαναλαμβανότανε. Είχαν ένα μόνιμο μαγαζί που πήγαιναν για φαγητό και σχεδόν πάντα, το φαγητό που παράγ­γελνε ήταν τυπικά το ί­διο.
Η όμορφη σερβιτόρα, τον γνώριζε πια με το μικρό του όνομα, και του χαμογε­λούσε πλατιά, κυρίως, τη στιγμή που της έδινε ένα διόλου ευκαταφρόνητο φιλοδώ­ρημα.
W
Αφού πήρε μερικές αναπνοές, ξε­κλεί­δωσε την εξώπορτα του διαμερίσματος, και χωρίς καν ακόμα να α­νάψει το φως, προχώ­ρησε στον διάδρομο που έ­βγαζε στο σαλόνι. Εκεί, πάτησε το μι­κρό κουμπί από το απλικέ πορτατίφ στον τοίχο, και χωρίς καν να βγάλει το επανω­φόρι του, σωριάστηκε κυριολεκτικά στην πολυθρόνα πλάι στο τζάκι. Ένιωθε υπερ­βολικά κουρασμένος απόψε χωρίς να γνωρίζει πού οφειλότανε αυτή η κούρασή του.
Με αργές κινήσεις, ξανασηκώθηκε, έ­βγαλε το παλτό του και προσπάθησε να ανάψει το τζάκι. Το σπίτι τού φάνηκε υ­περβο­λικά κρύο και η μόνη του επιθυμία αυτήν τη στιγμή, ήταν να ζεσταθεί.
Όταν τέλειωσε με το τζάκι, προχώ­ρησε στο ξύλινο τραπεζάκι που φιλοξε-νούσε τα ποτά, και ανοίγοντας το μπουκάλι με το κόκ­κινο κρασί, έβαλε μερι­κές σταγόνες στο ποτήρι που βρήκε εκεί. Το κρασί, σίγουρα θα τον ζέσταινε ενώ πα­ράλ­ληλα, θα του δημιουργούσε ίσως ένα αίσθημα ευφορίας. Πιο πριν στο ρεστοράν που γευ­μά­τισε, ήπιε επίσης ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, που ταίριαζε απόλυτα με το πιάτο που είχε παραγγείλει, μοσχαράκι μπουργκινιόν, αλλά δεν ένιωσε όπως άλ­λες φορές να του φτιάχνει τη διάθεση.
Ίσως λοιπόν τώρα, μερικές ρου­φηξιές να συμπλήρωναν την ευφορία του και να έκα­ναν το θαύμα τους.
            Με ανακούφιση περισσή και με το πο­τήρι στο χέρι, σωριάστηκε στη δερμά­τινη πολυθρόνα. Η ζωή του τα είχε φέρει καλά όλα ή σχεδόν όλα. Είχε καταφέρει να φτάσει ψηλά στην εργασία του να δη­μιουργήσει κάποια πε­ριουσία να έχει μια καλή σύνταξη τώρα στα γεράματά του. Το μόνο που δεν κατάφερε να δημιουργήσει ήταν οικογένεια κι αυτό, ήταν το α­γκάθι το με­γάλο της ζωής του και τώρα στα 72 του χρόνια, ή σκέψη αυτή τον βάραινε και τον τυραννούσε πολλές φορές.
Mariana at the window, 1865 - 1867 - Arthur Hughes
Arthur Hughes
1865 - 1867
            Η ματιά του, κάνοντας αυτές τις σκέ­ψεις, έπεσε στη μικρό γυάλινη κορνίζα με τη φωτογραφία της Έλενας, πού με ευ­λάβεια, την είχε ακουμπήσει πάνω στο τζάκι και δεν επέτρεπε σε κανέναν να την αγγίξει.
Η σκέψη του, περιπλανήθηκε σ’ ε­κείνη. Θυμήθηκε εκείνο το μακρινό καλοκαίρι, που είχαν γίνει αχώριστοι και που ο έρω­τάς τούς είχε πληγώσει βαθιά την ψυχή.
            Ήταν φοιτητής τότε, και η Έλενα συμ­φοιτήτριά του σε άλλο τμήμα της σχο­λής. Γνωρίστηκαν στη βιβλιοθήκη, όταν ψάχνο­ντας για θέση, πήγε και κάθισε στο ίδιο τραπέζι μαζί της.  Η συμπάθεια στην αρχή της γνωριμίας τους και κατόπιν η έλξη που ένιωσε ο ένας για τον άλλο, τους έφεραν κοντά.
Ο έρωτας που τους ένωσε, κράτησε γύρω στα πέντε ολόκληρα χρόνια. Τέλειωσαν τη σχολή, ο Αντύπας στρατό, τακτοποιήθη­καν σε καλές δουλειές, εκείνος στην τράπεζα και η Έλενα στο δικηγορικό γρα­φείο του πατέρα της.
Τότε ήταν που αποφάσισαν να συγκατοικήσουν και να παντρευτούν λίγο αργότερα. Οι γονείς του, όπως και οι δικοί της γονείς, δεν έφεραν α­ντιρρήσεις γι’ αυτήν τη συμβίωση. Μετά τόσα χρόνια σχέσης, ή­ταν φυσικό και ανα­με­νόμενο πως θα συμβεί αυτό.
W
Η καθημερινότητά τους, κυλούσε ό­μορφα κάνοντας σχέδια για το μέλλον.
Αυτό, μέχρι που η Έλενα έμεινε έγκυος. Σκέ­φτηκαν τότε να επισπεύσουν τον γάμο τους, πριν προχωρήσει η εγκυμοσύνη πε­ρισσότερο.
Οι επιπλοκές όμως στην εγκυμοσύνη, άρ­χισαν πολύ νωρίς για την Έλενα. Σε επισκέψεις στον γιατρό που την παρακο­λουθούσε, η κατά­στασή της, κρίθηκε δύσκολη κι έτσι αποφασίστηκε μετ’ επιτα­κτικότητας από τη μεριά του γιατρού, η απομάκρυνση της από το γραφείο και η ο­ποιαδήποτε ενασχόλησή της ακόμα και με τα καθημερινά.
            -Δεν θα κάνεις το παραμικρό, θα μέ­νεις όλη μέρα στο κρεβάτι και για όλα θα φροντί­ζουμε εμείς, εννοώντας τον εαυτό του, τους γονείς της, κυρίως την μητέρα της αλλά και την κυρία Αντιγόνη, που την έφερε να μένει συνέχεια στο σπίτι να φρο­ντίζει για την καθα­ριότητα, τα ψώνια και το μαγείρεμα.
             Η Έλενα γκρίνιαζε συνεχώς, και είχε παραμελήσει τελείως τον εαυτό της.
Εκείνον όμως, καθόλου δεν τον ενοχλούσε η τωρινή της εικόνα, μόνο που περίμενε πως και πως, τον ερχομό του μωρού τους και την Έλενα να νιώσει πάλι δυνατή και ανεξάρτητη. Φυσικά, με όλη αυτήν την κατάσταση που επικρα­τούσε, ούτε λόγος πια για γάμο. Τον μετέθεσαν για αργότερα, μετά τη γέννα.
W
            Το τηλεφώνημα ήρθε την ώρα που ή­ταν στη δουλειά του. Ο πεθερός του τον ενημέρωσε με ταραχή παραπανίσια, πως εί­χαν μεταφέρει την Έλενα στο νοσοκο­μείο. Βρήκε μια στιγμή που έμεινε μόνη στο σπίτι και βγήκε να περπατήσει λίγο.
Πόση ώρα κρά­τησε ο περίπατός της άγνω­στο, α­φού η κυρία που φρόντιζε το σπίτι είχε πάρει άδεια για λίγο να πάει ως την α­δελφή της που ήταν άρ­ρωστη κι έτσι η Έλενα, είχε βρει την ευκαιρία να το «σκά­σει»...
            Η επιστροφή της στο σπίτι, της φά­νηκε ανυπόφορη, ίσως βέβαια να κουράστηκε από τον περίπατο που έκανε μιας και είχε ξεμάθει τόσους μήνες τώρα, που είχε αναγκασθεί να παραμένει στο σπίτι, λόγω της κατάστασής της.
            Άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, την  ί­δια στριφογυριστή μαρμάρινη σκάλα, που πριν κάποια ώρα είχε ανέβει απόψε κι εκεί­νος. Έκανε μια στάση στον πρώτο όροφο να πάρει μιαν ανάσα, αλλά, ένιωσε τον κό­σμο να γυρίζει γύρω της.
Ξανάρχισε να ανεβαίνει προς τον δεύτερο ό­ροφο που ήταν το διαμέρισμά τους, κι ε­κεί, χάνοντας την ισορροπία της, μετά από μια δυ­νατή σκοτοδίνη που ένιωσε, σωριά­στηκε κάτω. Την βρήκαν πεσμένη οι ένοι-κοι του τρί­του ορόφου και συγκεκριμένα, ο μικρός τους γιος, που ανεβοκατέβαινε τη σκάλα πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά. Αμέ­σως ειδοποιήθηκε το ασθε­νοφόρο και οι γονείς της, που έμεναν τρία στενά πιο κάτω στην ίδια γειτονιά.
            Η κατάσταση της κρίθηκε πολύ επι­κίν­δυνη για τις επόμενες μέρες. Για το μωρό βέβαια ούτε λόγος, στάθηκε αδύνα­τον να το σώσουν, έτσι, εκείνο που τους απασχολούσε τώρα, ήταν η Έλενα και το πως θα καταφέρει να γίνει καλά, μιας και η συνεχιζόμενη αιμορ­ραγία την είχε εξα­ντλήσει τελείως. Στην κλινική, έκαναν ότι μπορούσαν καλύτερο, αλλά βελτίωση προς το παρόν δεν υπήρχε. Ο Αντύπας, πήρε άδεια από την τράπεζα και ξη­μερο­βραδιαζότανε πλάι της. Το ίδιο και οι γονείς της, που κρατούσαν βάρδιες για να εί­ναι κοντά της.
Η Έλενα, όμως, από την ώρα που συνήλθε από τη νάρκωση, παρέμενε σιω­πηλή και κουνούσε μόνο το κεφάλι της σε ερωτή­σεις των γιατρών και των δικών της. Η απελπισία, είχε αρχίσει να διαφαίνε­ται στο πρόσωπό της, ενώ τα δυο πράσινα μά­τια της, είχαν γίνει θολά και α­δρανή, σαν ένα κομμάτι πράσινης λάσπης να τα είχε περιλούσει. Έμοιαζε σα να κοιτούσε κα­τευθείαν στο κενό…
            Εκείνο το βράδυ, καθισμένος στην κα­ρέκλα πλάι στο κρεβάτι της, εκείνη, ά­πλωσε το χέρι της και άγγιξε το δικό του. Τον κοί­ταξε κι εκεί­νος διέκρινε στο βλέμμα της μια ηρεμία παράξενη. Βεβιασμένα, ένα χα­μόγελο χαρά­κτηκε στα χείλη της και ή­ταν η πρώτη φορά, που χαμογελούσε από τότε, από το συμβάν αυτό, που στοίχησε τη ζωή στο αγέννητο παιδί τους.
Της έσφιξε το χέρι με αγάπη και της ψι­θύρισε τρυφερά σκύβοντας κοντά στο πρόσωπό της και δίνοντάς της ένα τρυ­φερό φιλί στο μάγουλο.
-Αγάπη μου…
Εκείνη, κούνησε τα χείλη της προ­σπα­θώντας να του πει κάτι, αλλά το μόνο που έβγαλε ήταν ένας παράξενος ήχος, έ­τσι του φάνηκε εκείνου, ξανακλείνοντας και πάλι  τα μάτια της.
Ο Αντύπας, δεν κατάλαβε πως ε­κείνη τη στιγμή η Έλενα, τον είχε αφήσει για πάντα.
Σηκώθηκε από την θέση του και παύοντας να κρατά το χέρι της, βγήκε στο σαλόνι της κλινικής,  να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Δεν θα ’χε περάσει μισή ώρα, όταν μια νοσοκόμα έτρεξε προς το μέρος του ταραγ­μένη.
-Ελάτε σας παρακαλώ, υπάρχει πρό­βλημα…
-Τι, τι συμβαίνει; Τη ρώτησε, αλλά η νοσοκόμα, ήδη είχε εξαφανιστεί στον διά­δρομο.
Ο νους του εκείνη τη στιγμή, δεν πήγε στο κακό… Φτάνοντας όμως έξω από την πόρτα του δωματίου, τον περίμενε ο γιατρός υπηρε­σίας, η προϊσταμένη του ο­ρόφου μαζί με τη νοσο­κόμα που τον είχε ειδοποιήσει πριν λίγο.
-Δυστυχώς, δεν τα κατάφερε… ά­κουσε σαν σε όνειρο να του λέει ο γιατρός, γιατί ήδη, βλέποντάς τους εκεί όλους αυ­τούς μαζεμέ­νους, κατάλαβε…
Έτρεξε πανικόβλητος μέσα στο δω­μά­τιο. Είχαν βγάλει τους ορούς και την παροχή αίματος και την ετοίμαζαν για να την πάρουν. Ούρλιαξε και όρμησε κατά πάνω τους, υπο­χρεώνοντάς τους να βγουν από τον θάλαμο. Μετά, την αγκά­λιασε και θρηνώντας γοερά, την αποχαιρέτησε για πάντα.
W
            Αυτά όλα ξαναγύρισαν στο νου του α­πόψε κρατώντας και κοιτώντας τη μικρή γυάλινη κορ­νίζα με τη χαμογελαστή φω­τογραφία της στο χέρι του.
Δεν μπόρεσε ποτέ του να την ξεχάσει, τι κι αν πέρασαν γυναίκες πολλές από τη ζωή του, δεν έμενε μαζί τους πάρα μόνο με­ρικές βρα­διές και τίποτα άλλο. Έτσι, δεν πα­ντρεύτηκε ποτέ του και δεν απέκτησε τη ζωή που είχε φανταστεί πως θα έχει με την Έλενα, μια οικο­γένεια και παιδιά.
W
            Ήπιε μια γουλιά ακόμα από το κρασί του. Η Έλενα, εξακολουθούσε να τον κοιτάζει χαμογελαστή μέσα από την φω­τογραφία της, όταν εκείνος άρχισε να της μιλά και να της πα­ραπονιέται πως βιά­στηκε να τον αφήσει μόνο του. Ξαφνικά, ένιωσε τη φλόγα από το τζάκι να χα­μηλώ­νει και μια δυνατή ψύχρα κυριάρ­χησε στο χώρο ενώ παράλληλα, το φως στην α­πλίκα έγινε πιο λιγοστό. 
Ένα δυνατό άρωμα πλημμύρησε το χώρο, το άρωμά της! Ξαφνιάστηκε, αλλά δεν έ­κανε κάποια κί­νηση να σηκωθεί από την θέση του και αφέθηκε σ’ αυτήν τη μαγεία της στιγμής…
            Έκλεισε τα μάτια του νιώθοντας ένα παράξενο συναίσθημα, μια ηδονή πα­ράξενη, έ­νιωσε να βυθίζεται το σώμα του και να γίνεται ένα με τον μουντό χώρο του σαλονιού. Και τότε, την ένιωσε… Ένα απαλό άγγιγμα στο χέρι του στην αρχή, ένα χάδι στη συνέ­χεια στο πρόσωπό του το γεμάτο ρυτίδες…
            -Έλενα, αγάπη μου, πρόφερε με χα­μηλή φωνή, ανοίγοντας τα μάτια του. Και τότε την είδε. Ολοζώντανη, χαμογελαστή, όπως ή­ταν τότε που την γνώρισε στην βι­βλιοθήκη, με το πράσινο καρό, κοντό φου-στανάκι και το πράσινο μπερέ πάνω στα ξανθά της τα μαλλιά.
            -Έλενα, πως… πως είσαι εδώ, πως…
Μπέρδευε τα λόγια του, νόμιζε προς στιγ­μήν πως έβλεπε όνειρο, αλλά κοίταξε το ζαρωμένο χέρι του που ακουμπισμένο στο μπράτσο της πολυθρόνας κρατούσε α­κόμα τη φωτογραφία της.
            Εκείνη, εξακολουθούσε να στέκεται μπροστά του χαμογελώντας και απλώνο­ντάς του το χέρι της. Ένιωσε το κάλεσμά της έ­ντονο αλλά δεν άκουσε να του μιλάει παρά μόνο να του χαμογελάει. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το δικό της χέρι. Ήταν απαλό, σαν να ακούμπησε μεταξωτό πανί.
            -Έλενα, πάρε με μαζί σου, ψιθύρισε τώρα πιο ήρεμος, από όλα όσα ζούσε.
Η φωτιά στο τζάκι, σα να απάντησε στα λό­για του, στρίγκλισε πάνω στα κού­τσου-ρα και έσβησε εντελώς.
W
            Η κυρία που φρόντιζε το σπίτι τώρα και που πήγαινε κάθε πρωί στις ε­πτά, έμεινε εμβρόντητη, βλέποντας τον κ. Αντύπα, γερμένο πάνω στην πολυθρόνα του, με ένα τεράστιο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη του και την μι­κρή γυάλινη κορ­νίζα με τη φωτογραφία της Έλενας, πεσμένη στο πάτωμα, πλάι στην πολυ­θρόνα με το άψυχο σώμα του Αντύπα, σπασμένη σε χίλια κομμάτια.



Θα είναι πάντα όμορφα εκείνα τα παραμύθια που θα μου θυμίζουν ότι κάποτε, υπήρξα παιδί… © Αρετή Γκι

http://sielassona.blogspot.com

http://sielasona.blogspot.com